Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ο Χαρταετός - Οδυσσέα Ελύτη “Μαρία Νεφέλη', Ίκαρος, 1978


Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
εμένα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος'
όλο δέντρα πον έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελονσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς'
φοβόμουνα και μον άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι' έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω'·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια'
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι ' Ή Άννέτα με τα σάνταλα'
' Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης'
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει'
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα'.
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
 
 
 
 
Νίκος Χατζηκυριάκος–Γκίκας, «Στέγες και αετοί»

 

 

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Γεράσιμος Δενδρινός ~ Κλειστά


 
[ Εγιούπ, Καφενείο Πιερ Λοτί 21.2.2013 ] 
 
Όταν κάποτε αποφασίσεις να έρθεις σπίτι,
- κάτι που δεν πρόκειται ποτέ να ξανασυμβεί-,
θ' ανάψω τα φώτα της αυλής, θα βάλω δυνατή μουσική,
θα βγάλω πλούσια κεράσματα στο τραπέζι του κήπου
για να φιλέψω την κουρασμένη σου περιοδεία.
Θα σ' εφοδιάσω, όπως και την πρώτη φορά,
με τα πιο εξαίσια εδέσματα για την επιστροφή σου
στην ενδοχώρα.
Τα πάντα θα είναι έτοιμα για σένα,
έστω κι αν μια μυστήρια φωνή αντιλαλούσε παράξενα
στο τελευταίο μου όνειρο, καθώς κατέβαινα, λέει,
σε υγρά υπόγεια, σε καταστραμμένα καλντερίμια,
σημάδι πως δεν πρόκειται να ξαναβρεθούμε,
γιατί ως σκοπευτής της ζωής, πουθενά δεν ανήκεις
μόνο οι εθνικές, οι λεωφόροι, οι πόλεις και τα νησιά
δοκιμάζουν καθημερινά το ταχύτατο πέρασμά σου
από γνωριμία σε γνωριμία,
από πρόσκληση σε πρόσκληση,
αλλά στο τέλος τα πάντα σφραγίζει η φυγή
με μια ανώδυνη "συγγνώμη",
χαραγμένη τόσο εύκολα στον ορίζοντα
της άδειας και τόσο σπάταλα ξοδεμένης ζωής σου.
 
 
 
Ο Πιέρ Λοτί την ημέρα της υποδοχής του στη Γαλλική Ακαδημία, 7 Απριλίου 1892

 




 

 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Το σωσίβιο φτερό, Γαβριηλίδης, 2015

 

θα πρέπει.

Μετά την ποικίλλη στοά, μετά κι από τη στροφή

των απεγνωσμένων σπονδών μας

που αναβοσβύνουν συνομωτικά μια νύχτα που γέρνει

σκαμμένη γλυφές ταβανιών και ωραίων θανάτων,

θα πρέπει να υπάρχει στο άπειρο, διάπλατο,

κι ανάλαφρα αναρριχτό στην σελίδα του τέλους, το πρότυπο,

η ιδέα αυτή, η ατόφια της αγάπης, η ιδ'εα ΑΓΑΠΗ,

η κορασίδα Αγάπη, η κίνηση αγάπη, η ανοησία αγάπη,

ο χορός αγάπη μου, η ευλογία της αγάπης σου

που βρίζει σα χτήνος κάθε φορά που σκάει

από την αρμυρή κρούστα που γράφουν τα διπλόκαρφα δάκρυα

ή ουρλιάζοντας από ανήμπορο πόνο, από ανάγκη πάσα

να σε βρει και να σ' αγγίξει ολόκληρον στραγγίζοντας

τα πάντα σε μιαν ώρα πλησμονής, αντλώντας κουβάδες το φως

καλοκαιρινό από τις ξεχασμένες χαρακιές των νευρώνων

που χτεσινές και παιδικές, σα μικρά χορταράκια γείραν

και τυλίχτηκαν γύρω στην ύλη μας

θαμιστικές, θωπευτικές κι ευφρόσυνες,

φορώντας, ξανά και ξανά, τη μάσκα

ενός σατύρου δίχως αύριο,

ενός αγγέλου για μεθαύριο

δυο ασωμάτων αγίων

κι ενός ανθρώπου σημερινού.

 
 
 
εικαστικο Kenne Gregoire's U.S.



 

Συμπόσιο - Ερρίκος Μπελιές

Χορέψανε τον κόρδακα οι εταίρες επιπλέον ήταν και το μεθύσι οι σκλάβοι με τα κεφάλια και τα φρύδια ξυρισμένα κάποια κουβέντα για τη φοβερή ε...