Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγγελος Σικελιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγγελος Σικελιανός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ύμνος του μεγάλου Nόστου-Σικελιανός Άγγελος (14 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951)

 


Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ' αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ώς το λαιμό τρανά·
που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού...
Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ' όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή...
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική...
Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
Kαι πίσω από τ' απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
σα να 'σερνα φυλή,
απ' τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π' αδράζεται απ' τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!...
Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό ―
και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
K' εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κ' εσύ πυρρή π' ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ' ουρανού·
του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
του νου μου η αγκαλιά!
Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν' ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Nαι,
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό...
Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό.
Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
κι όλ' η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
προς τ' άστρα ν' ανεβώ!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός...
Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
σαν απ' της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ' ανήκουστην ορμή,
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ' ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ' άρματα του νου!
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ' τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός...


[από τον Λυρικό Bίο, B΄, Ίκαρος 1966]






Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Ἱερὰ Ὁδός ~ Ἄγγελος Σικελιανός



Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα

ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου

μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως

ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα

βουλιάζει.


Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,

σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει

ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν

περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο

ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει

σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.

Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα

σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.


Φανερωμένος

μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε

ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια

γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα

ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,

μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τους σὰν ἴσκιους.


Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος

κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα

μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα

π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,

θρονὶ μοῦ φάνη μοιραμένο μοῦ ἦταν

ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,

σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας

ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα

αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.


Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο

τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.

Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,

καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες

συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.


Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω

νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο

τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να

χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία

τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε

στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.


Ἡ μία,

(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,

μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο

τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω

μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη

ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν

ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,

αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,

μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,

γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν

Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της

πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.

Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,

σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο

μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο

ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα

τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα

τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα

στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!


Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη

ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα

῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας

στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο

ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες

φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια

τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,

νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της

γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται

ζωηρά.


K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα

ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,

ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες

στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·

ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.


Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία

τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,

δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα

μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα

δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες

ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.


Τί ἐτούτη ἀκόμα

ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν ᾌδη.


Καὶ σκυμμένο

τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,

καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος

κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.


Μὰ ὡς, τέλος,

ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,

καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου

μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι

τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια

τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.

K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:

«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα

ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,

κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τήνε κράζω,

θὰ γιορτάσουν μαζί;»


Κι ὡς προχωροῦσα,

καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια

πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος

νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,

καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα

βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε

πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη

ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,

ἕνα μούρμουρο,

κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:


«Θὰ ῾ρτει.»


(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)









Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...