Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Έμιλυ Ντίκινσον - Θεά του Ηφαιστείου ~ Δέσποινα Λάλα - Κριστ

 

[...] Και έφθασε η εβδομάδα του τέλους των μαθημάτων, και ο καθηγητής την τελευταία ημέρα ολοκλήρωσε τη θεωρία της ποίησης με τον ορισμό που έδωσε η Έμιλυ Ντίκινσον. Σοβαρός  από την έδρα, κοίταξε για ώρα πολλή τους μαθητές του και απήγγειλε, (πρώτη στροφή # 214):



I taste a liquor never brewed - 
From Tankards scooped in Pearl - 
Not all the Vats upon the Rhine
Yield such an Alcohol! 


Γεύομαι ένα ποτό που δεν ζυμώθηκε ποτέ - 
Από Κούπα ανασκαμμένη σε Μαργαριτάρι - 
Κανένα απ΄όλα τα Βαρέλια σ΄όλον τον Ρήνο
Δεν αποστάζει τέτοιο Ποτό!



"Μα αυτόν τον ορισμό θα έδινα στον έρωτα", είπε η μαθήτρια αυθόρμητα.
"Ο έρωτας και η ποίηση, οι άγγελοι του ανθρώπου!" συμπλήρωσε αυτός ανατρέχοντας στον Μποντλέρ (Baudelaire),  και η ματιά του γύρεψε τα μάτια της.


      
σελ.15





Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Περίληψη ~ Τζένη Μαστοράκη

 

Παιδί, η μάνα μου
μου φόραγε κατάσαρκα το πατερημών
και γαλάζια φυλαχτά της Τήνου.
Έπαιρνε ένα μεγάλο κλειδί
και διπλοκλείδωνε τον ύπνο μου.
Το πρωί μέτραγε τα όνειρα
και τα κατάγραφε σ' ένα τετράδιο.
Τώρα μου ξορκίζει
το τραγούδι απ' τα χείλια
όταν κοιμάμαι
και κάθε βράδυ το κρεβάτι μου
γίνεται ένα κεντημένο κάντρο
που γράφει "Ελευθερία ή Θάνατος".
 
 

 Από τη συλλογή Το σόι (1978)




photo: Erina Espiritu



Κόκκινα Εκουαδόρ ~ Σοφία Π. Σαμόλη

 

 Έκτη Ακτίνα
 
Όμορφα που είναι
όταν τα θαύματα είναι κλειστά.
Χαζεύω τους αγγέλους στον ήλιο,
καθώς με τα νοερά παιχνίδια τους,
τ' ασώματα,
ξεπλένουν τα φτερά τους
στα παρτέρια μου.
Ποτίζουν τις γλάστρες
με τα κόκκινα γεράνια
και τα δικά μου Χερουβείμ ανθούν.
 
 
 
 
 
Βότσαλο
 
Η αγάπη είναι ένα βότσαλο,
σαν ενθύμιο καλοκαιριού ανεκτίμητο.
Ψηλάφηση στης μνήμης το ξέφωτο.
Ένα σεργιάνι πλάι στο κύμα.
Πολυκύμαντη αφήγηση
που σπαρταρά στον αφρό.
Η αγάπη είναι ένα βότσαλο,
το πιο ακριβό μονόπετρο του ήλιου.
 
 
 
 
 
Ασκαρδαμυκτί  
 
Δωροδοκώ
της πανίδας σου τον λύκο
για μια βόλτα μελίρρυτη
στην απέραντη χλωρίδα
των ματιών σου.
Ασκαρδαμυκτί.
 
 
 
 
 
Καδμεία Νίκη 

Μη σταθείς να την αγναντέψεις.
Θα σου γυρίσει οράματα
δικές της πεθυμιές,
ουτοπίες γιομάτες χρώμα ανέμου
στροβιλίζονται γυρεύοντας αναπαμό,
γλυκά της μαργαρίτας πέταλα
ολόασπρα
μαδώντας τα, πνίγηκαν στη λήθη.
Βάψαμε τη γη της.
Μη σταθείς να την αγναντέψεις.
Στα βάθη της ορίζονται ονείρατα
ανείπωτα
διωγμένα από του νου το κάρμα,
ξεχασμένα στη δίνη του ανεκπλήρωτου,
στο φως της νύχτας,
στη σκοτεινιά της μέρας.
Μη σταθείς να την αγναντέψεις.
Ντρέπεται γυμνή η ψυχή της
στα τόσα της σκέψης θαύματα,
άφατες χαρές
γυρνάνε γύρω γύρω ψάχνοντας γη.
Μη σταθείς να την αγναντέψεις
Κοπάζει τώρα,
σκιαμαχεί ατάραχη,
γιομίζει ανάσες και πνέει τα λοίσθια,
μια ιαχή βουβή πλανιέται,
δύστοκη,
βρόχος σφιχτός,
λουλούδι στην πέτρα
σπάει τα δεσμά της ίριδας
τα όμορφα φτερά τα κλείνει.
Οι αγγελιοφόροι των θεών σιωπούν,
αφουγκράζεται τη λαίλαπα τώρα,
τα κίβδηλα όνειρα σωρό
σιωπούν σαστισμένα.
Στάσου κι αγνάντεψέ τη τώρα.
Πλαγιάζει.
Λιποψυχά.
Κι απλώνει μειλίχια
το ηλιοβασίλεμα στο γέρμα.
 
 
 
 
 
Λευκές παπαρούνες
 
Φούσκωσε η θάλασσα
και οι παπαρούνες μετέωρες
στα άπατα
το χρώμα τους ξεπλένουν.
Λευκές τώρα.
Άγριο άλογο η ελευθερία.





Ωκεανός
 
Πόσα ταξίδια
πόσα καράβια
πόσες θάλασσες
χωράνε
στο λακκάκι του λαιμού σου
απόψε
που απ' το παράπονο
βαθύς ωκεανός εγίνηκε.  







 
 
 
 

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Μαλβίνα Ιωσηφίδου ~ Ποιήματα

 

« εκτίθεμαι »

Πάει να πει
Βγάζω προς  τα έξω
τα μέσα μου.
Γράφω στο χαρτί
κείμενα και έμμετρα,
τάχα αδιάφορα,
Εκεί μέσα , εγώ 
Αναρτώ στον τοίχο μου
καθώς σήμερα λέμε
το σχοινί της μπουγάδας
και κρεμάω με μανταλάκια
Επιθυμίες
Όνειρα 
Συναισθήματα 
Εμμονές 
Ενθύμια 
Ύστερα κρύβομαι 
πίσω από τον τοίχο μου 
και κλαίω 
για όλα αυτά που έγραψα   
για όλα αυτά που έσβησα.
Μετά αποφασίζω 
και ξανά
ΕΚΤΙΘΕΜΑΙ !
 
 
 
 
 
 « μικρός Νοτιάς »
Σαλιώνω των δακτύλων το δείκτη
Να δω σήμερα από πού φυσάει
Αυτός ο άνεμος
Μικρός νοτιάς
Της φιλύρας τα κέρινα κίτρινα φύλλα
Του γενέθλιου αστερισμού να τρεμοπαίζει
Σαν τα τσίνορά σου που μαρτυρούν 
Ότι όπου να ´ναι θα ξυπνήσεις 
Καφέ  θα ετοιμάσεις
Θα ανοίξεις τον υπολογιστή 
Να διαβάσεις το μήνυμα
Που σου έστειλα
Μα ακόμα δεν έγραψα
Πατάς το πλήκτρο πάλι και πάλι
Να κατεβάσεις το μήνυμα 
Που δεν θάρθει
Απρόσεχτα σκουντάς το φλυτζάνι
Μαυρίζει η οθόνη
 
 
 
 
 
 « Το αντικλείδι »
 
Αν τύχει κι έλθεις τις ώρες που λείπω
Να προσέξεις εκεί στον τοίχο
Υπάρχει ένα τούβλο χωρίς αρμό 
Μετακινούμενο συναίσθημα
Το τραβάς εύκολα
Θα δεις το αντικλείδι εκεί κρυμμένο
Το παίρνεις κι όλες τις πόρτες ανοίγεις
Αλλά φεύγοντας
Μια κι εγώ θα λείπω
Πετάς το κλειδί στη λίμνη, ή
Το αφήνεις στον άνεμο, ή
Το παίρνεις ενθύμιο
Μόνο βάλε πάλι το τούβλο 
-ακριβώς στη θέση του-
Για την ομοιομορφία του τοίχου
 
 
 
 
 
 « παυσίπονα »  
 
Στα στεγανά της ψυχής βόλεψα μυστικά και λάθη
Φίλοι μου και  παιδιά μου είναι που ονόματα έχουν
Συγχωρημένα και ασυγχώρετα όλα τα αγαπώ 
Αίμα από το αίμα μου και Σάρξ εκ της σαρκός μου
Από ένα παράθυρο θολά πολυκαιρισμένο τα κοιτώ
Ήσυχα είναι και βολεμένα και υπάκουα
Που και που στέλνω τη νοσοκόμα συνείδηση 
Εμπύρετες καταστάσεις να θεραπεύσει
Άλλοτε μια παραμάνα με μοιρολόγια να τα νανουρίζει 
Να μην ξυπνήσουν και πεινάνε απαρηγόρητα 
Κάπου κάπου τα επιθυμώ κι ανοίγω μια πόρτα αϋπνίας 
Όπως μια μάνα αγκαλιά που αφήνει το παιδί της
σε ξένα χέρια να πάει στη δουλειά 
Σκύβω και τα φιλώ κι αυτά δυνατά γραπώνονται 
με τα άυλα χέρια τους 
Τώρα πια που λιγοστεύουν οι δυνάμεις να τα  απωθώ 
Όταν με πνίγουν φιλιά βεντούζες που πονούν
σταλάζω στη μνήμη παυσίπονα και ηρεμιστικά 
της επιστήμης  που υπηρέτησα.
 
 
 
 
 
 « σενάρια συνωμοσίας »
Γλυστρούν ανά τους αιώνες
Οι εποχές των ανθρώπων 
Αλλάζοντας συνήθειες και τρόπους 
Αλλά και νόηση και συναισθήματα
Μεταλλαγμένος σε κάθε καινούργια εποχή 
Πορεύεται ο άνθρωπος 
Προβληματισμένος πως να κρατήσει
Ακέραιη την ενσυναίσθησή του 
Πως να δαμάσει τη φύση που τον εκδικείται 
Με τα ακραία καιρικά φαινόμενα
Ή να σταθεί απέναντι σε όποιο του λάθος
Αρμέγει εμπειρίες και δημιουργεί 
Θέλγεται από τη σημερινή
Και την εξελιγμένη του μέλλοντος 
Τεχνητή νοημοσύνη και υπερνοημοσύνη
Αναγέννηση ονομάζουν οι κρατούντες
Την 5 G εποχή
Η ζωή με νέες προδιαγραφές 
Πληροφόρησης και παραπληροφόρησης
Πλέον συχνότερα και ταχύτερα
Οι συντεταγμένες της ύπαρξης μεταβάλλονται 
Διαμορφώνοντας τον μετά-άνθρωπο
Αλλάζοντας φιδοπουκάμισο ο άνθρωπος
Εγκαταλείπει μέρος του γενετικού του υλικού 
Γλυστρά έρποντας στην κάθε επόμενη εποχή 
Με μειωμένη την ενσυναίσθηση γιατί
Ένα μέρος της μένει πίσω στο τσόφλι του
Κολυμπάμε σε λογιών λογιών κύματα
Ποικίλων συχνοτήτων
Σε ατέρμονες φρακταλικούς αστερισμούς
Απλωσιές σε καινούριους κόσμους 
Μετρημένους με έτη φωτός
Αστρικές πύλες χωρίς διόδια και διαβατήρια
Η γη ανήσυχα κοιμάται και παραληρεί
Μια καινούρια Οδύσσεια μήπως;

 
 
 

 

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Οι Συμπληγάδες ~ Ανδρομάχη Μασούρου

 Είμαι ένα καράβι, που φτιάχτηκε για μεγάλα ταξίδια.

Έτσι πίστευα τουλάχιστον.

Ήμουν έτοιμη να περάσω ωκεανούς, να φτάσω σε στεριές που δεν είχα

φανταστεί, να αγγίξω την απεραντότητα.

Κι, όμως, κόλλησα στις Συμπληγάδες.

Μου είπαν για να περάσω, πρέπει να χωρέσω και για να χωρέσω,

    πρέπει κάτι να κόψω.

"Λίγο από δω, λίγο από κει, λίγο μόνο να ξύσω από το δέρμα

    και θα περάσω το στενό".

Κι αντί να πας από άλλη πορεία, κολλάς σε αυτό το στενό πέρασμα,

    για να δεις τι υπάρχει παρακάτω.

Το φαντάζεσαι το μετά.

Θα ΄ναι όμορφο, θα ΄ναι μαγικό αυτό που απλώνεται μετά το στενό

    των Συμπληγάδων.

Σαν μια όαση στη μέση της ερήμου.

Θα ΄χει γαλαζοπράσινα νερά κι ένα εξωτικό νησί που περιμένει μόνο

    εσένα.

"Πρέπει να φτάσω" σκέφτομαι.

"Θα χωρέσω" λέω.

Κι έτσι κόβεις το ένα χέρι και το ένα πόδι απ΄την ίδια πλευρά. 

Και πάλι δε χωράς.

Και κόβεις και το άλλο χέρι και το άλλο πόδι.

"Τώρα θα περάσω!" φωνάζω.

Μα οι συμπληγάδες κλείνουν κι άλλο, το πέρασμα γίνεται ακόμα

      πιο μικρό.

Κι όλο κόβεις κομμάτια, να προλάβεις να περάσεις.

Και κόβεις, κόβεις, κόβεις... 

Ώσπου δε μένει τίποτα από σένα.

Δεν υπάρχεις πια.

Μόνο τα κομμάτια σου κάπου διασκορπισμένα στον βυθό.

Και τότε, ξαφνικά, οι Συμπληγάδες ανοίγουν διάπλατα.

Και τότε καταλαβαίνω.

Οι Συμπληγάδες μόνο αυτό ξέρουν.

Να ρημάζουν ανθρώπους και να βουλιάζουν πλοία.

 

 

Από την ποιητική συλλογή "Αντάρα" των εκδόσεων Βακχικόν, Αθήνα, 2022


photo: Erina Espiritu ~ Κιάτο



Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Στην Λου ~ Στρατής Φάβρος

 
Είχα κάποτε μιαν ανάγκη αγάπης ακριβής
κι ήμουν μονάχος και μόνος σαν πουλί
κι ίσως ακόμη να μην είναι κι αυτό
αληθινό, πως πουλάκι σαν ήμουν
θα μουν μοναχό, Είχα κάποτε την ανάγκη
αλήθεια, μιας μικρής αγάπης αργυρής καθώς
μόνος σε θάλασσα μέσα παγωμένη νεκρή,
κι ήταν τότε που μ' ηύρες εσύ·

μου μιλούσες γλυκά κι η φωνή σου ζεστή
σ' αγκάλη μέσα στοργική με καλούσε κρυφά
κι ήταν η μόνη τότε ανάσα μες την πληγή
Αυτήν σου πέμπω την αγάπη θερμή
ως υπόγειο ύδωρ ακοίμητη και σιωπηλή
να φιλεί σε στα χείλη τα γλυκά κι απαλά
Κόκκινη μονάκριβη Εσύ μου Κλωστή
                   πάντα και πάντα
       αρμονική λευκή θεά και Ζωή

Στην Λου




@Masao Yamamoto 








Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023

Τάσος Μαντζιος ~ Ποιήματα

 

 

ΛΕΝΕ ΑΝΤΙΟ
 
Λεν,
να μείνουμε φίλοι.
Λεν,
να προσέχεις.
Λεν,
καλή τύχη.
Κι ίσως,
δυο δάκρυα.
Ίσως,
ένα φιλί.
Λένε αντίο.
Ύστερα,
γυρίζουν τις πλάτες.
Ύστερα,
φεύγουν.
(Κι έχει παντού,
μια γεύση πικραμύγδαλου.
Έχει μια μυρωδιά, παντού.
Σφαγείου).
 
 
Από "Τα οξέα του ποιήματος"
 
 
 
 
 
 Ο ΤΡΟΠΟΣ

Ήρθα για κείνα τα τσιγάρα
που μου΄κλεβες μικρός,
είπε.
Έχει περάσει πια
πολύς καιρός
κι ακόμα μένει ανάμεσά μας
αυτή η εκκρεμότητα.
Έχει περάσει πια,
πολύς καιρός.
Δεν είχε, σίγουρα, η σχέση μας
ποιότητα.
Δύσκολος ήσουν γιος
κι εγώ,
δεν είχα τρόπο
-ομολογώ,
δεν μπήκα καν στον κόπο-
μα,
να το ξέρεις,
έκανα πως δεν έβλεπα
μ΄εκείνα τα τσιγάρα.
Ήταν αυτή η δική μου
τρυφερότητα.
Έχει περάσει πια πολύς καιρός,
άλλαξαν βήμα οι εποχές
 μη σε κρατάνε πίσω
του παρελθόντος αμυχές,
ό,τι αγαπάς,
μην το αφήνεις να βαλτώνει.
Τον τρόπο ψάξε εσύ,
σκύψε, τον τρόπο μέσα σου
και βρες.
Ο γιος σου, μεγαλώνει.
 
 
 
 
 
 
ΚΑΛΥΨΩ
 
Το χέρι έβαλε αντηλιά.
Τον κοίταζε
που έφευγε.
Πώς θάμπωνε αργά,
του σώματός του το περίγραμμα.
Στον δρόμο πέρα,
μια κουκίδα.
Τον κοίταζε που έφευγε.
Τα μαύρα έβαλε γυαλιά.
Και πάλι, μόνη.
(Θαρρείς
πως είσαι προορισμός
κι είσαι,
μονάχα ένας σταθμός,
στου δρόμου τους τη σκόνη)
 
 
 
 
 
ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ

Καλύτερα είναι έτσι.
Καλύτερα,
 που τη σωστή τους
έχουν πια,
διάσταση
 τα πράγματα.
Χωρίς υπερβολές.
Χωρίς ταμπέλες.
Χωρίς το βάρος
του φθαρτού
και του εφήμερου.
Του εφήμερου και του φθαρτού,
με τον καιρό που χάνεται
μοιραία.
Καλύτερα,
που τη σωστή τους έχουνε πια,
διάσταση,
τα πράγματα.

Τώρα, μπορώ να βγω
και να το πω.
Εγώ,
είμαι η Ελένη.
Η Ελένη είμαι,
 να το πω,
σ΄εκείνους που κοιτούσανε
μονάχα
το Ωραία.




Λίμνη Πλαστήρα Photo: Erina Espiritu


Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2023

 
 
«Χρωστάμε στον άνθρωπο μεγαλύτερη συμπαράσταση από τροφή και φωτιά, χρωστάμε στον άνθρωπο αδερφοσύνη»
 
Ραλφ Γουόλντο Έμερσον
 
 
 

 

 

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Κατερίνα Ατσόγλου: Για το βιβλίο της Ελένης Νανοπούλου «Το χωριό μου» των εκδόσεων Εύμαρος

 Το κορίτσι με το εργόχειρο, η Ελένη, η Ελένη Νανοπούλου, που αντικατέστησε τις βελόνες με μολύβια και το κέντημα με λευκές κόλλες χαρτιού. Εξάλλου όπως η ίδια θα μας εκμυστηρευτεί αγαπούσε τα γράμματα από μικρή, «ήθελε να φύγει να σπουδάσει» και εκείνα την ακολούθησαν με αιώνιους δεσμούς στο ρου της ζωής της. Η Ελένη προοικονομεί το μέλλον της και με συγγραφική άνεση μας περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής της, σε μια συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Εύμαρος.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, διακρίνουμε στέγες, σπίτια, ισόγεια και έναν ήλιο να φωτίζει τους κατοίκους αυτού του χωριού. Έναν κίτρινο ήλιο στην άκρη, όπως εκείνους που ζωγραφίζαμε παιδιά και ζεσταίναμε τις παιδικές μας ζωγραφιές.

Η Ελένη καταφέρνει λοιπόν με τη γραφή της να μας οδηγήσει στο χωριό της, στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Εκεί, άλλοτε μας τραβά από το χέρι και λαχανιασμένοι μαζί της κρυβόμαστε πίσω από «τη μάντρα που άκουγε  τα όνειρα» παρακολουθώντας τα χρόνια της,  και άλλοτε μας βάζει πίσω από «την κίτρινη πόρτα του καφενείου, που χώριζε το σπίτι από τις τυχόν ύποπτες ματιές του αρσενικού πληθυσμού προς τις θηλυκές μορφές». Αυτή η πόρτα χώριζε το ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, την οικογένεια, το «σπίτι», από το καφενείο, τον κόσμο, το «χωριό». Δημιουργείται μια αντίθεση και ένας διαχωρισμός, που γλυκά συνδέει ένα μικρό σγουρομάλλικο κορίτσι.

Κρατάμε στα χέρια μας μια κατάθεση ψυχής, ένα λεπτοκαμωμένο βιβλίο όπως εξάλλου είναι και η Ελένη, μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, μάνα, φίλη και συγγραφέας, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο χαρακτήρα. Ένα βιβλίο θησαυρό, γεμάτο αναμνήσεις, νεανικά όνειρα, παιδικές αφέλειες, μυρωδιές, ακούσματα και εικόνες, στοιχεία που αφυπνίζουν τις αισθήσεις μας, μιας και όλοι θα βρούμε κάποια στοιχεία της δικής μας παιδικής και νεανικής ζωής, της δικής μας καταγωγής, ανακαλώντας μνήμες και εικόνες, από τα χρόνια που ζούσαμε στο δικό μας πατρικό!

Τις περισσότερες φορές, έστω και ασυνείδητα, αυτό γίνεται για να «ξαναβρούμε» τον εαυτό μας, αυτό το νεαρό κορίτσι ή αγόρι, όταν μέσα στις δυσκολίες τις ζωής χάνουμε το δρόμο ή την ταυτότητά μας. Η γραφή της Ελένης θα ενώσει το παρελθόν με το μέλλον, χρησιμοποιώντας τα παιδικά χρόνια και θέλω ως γέφυρες. Γέφυρες όμως σταθερές, που όπως η ίδια τονίζει,  πατούν σταθερά στο χώμα «όπως τα ισόγεια σπίτια του χωριού της», «όπως τη μάνα της που βάδιζε σταθερά και τα προλάβαινε όλα», «γέφυρες που δεν γκρεμίζονται».

Γράφει η συγγραφέας: «Δεν είδαμε τότε τον κόσμο μας από ψηλά, παρά μονάχα στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που βρεθήκαμε στη βεράντα του δίπατου αυτού σπιτιού». Αυτό το τόσο απλό, αλλά ανθρώπινα ουσιαστικό καταδεικνύει την ιδιοσυγκρασία της Ελένης η οποία ήδη από το ξεκίνημα του βιβλίου θα δηλώσει πως «ο γενέθλιος τόπος καθορίζει την πορεία κάθε ανθρώπου» και «ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του λαού αντανακλά τη γη που τον γέννησε, τότε, θα καταλήξει η Ελένη,     είναι φυσικό που μεγαλώσαμε στο ίσιωμα χωρίς πολλά πετάγματα, δίχως ακρότητες». Διάφανοι απλοί άνθρωποι, με αγάπη και αλληλεγγύη. Ίσως σαν το δικό μας πατέρα, αδερφό, μάνα, συγγενή, γείτονα. Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή πιθανότητα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης, να ΜΗΝ βρεις ένα δικό σου κομμάτι, μια δική σου πραγματωμένη αλήθεια και κατάσταση. Με τόση μεγάλη ειλικρίνεια έχει γραφτεί αυτό το βιβλίο. Άδολα και με απόλυτα φυσικό τρόπο, χωρίς όμως να κρύβεται η ποιητική γλώσσα και η ανάγκη ενός εξομολογητικού ύφους. Διαβάζοντας ανακαλύπτουμε και εμείς τα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, το χώρο που πλαστήκαμε, ένα δέντρο, μια αυλή, ένα καφενείο, μια πλατεία … Έτσι, μας λέει η Ελένη,  αν τα βάλουμε όλα αυτά σε έναν κύκλο μνήμης, θα βρεθούμε στο σπίτι μας σε χρόνο παντοτινό!

Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο της αγαπημένης φίλης και ποιήτριας, γύρισα πίσω και βρήκα το σπίτι μου, τα παιδικά μου όνειρα, τις αταξίες μου και τις μικροχαρές, τους γονείς και τους φίλους, την αρχή της ζωής.

Όμως υπάρχουν και αρκετά σημεία στο έργο της Ελένης που αφήνει να διαγραφεί η ανάγκη κάποιων, όπως γράφει,  «να ξεχάσουν ακόμη και το δρόμο για τα μνήματα», υπάρχουν και εκείνοι δηλαδή, που επιθυμούν τη λήθη, που επιθυμούν να σβήσουν δεσμούς και αναμνήσεις. Πικρό, αλλά ανθρώπινο και αληθινό, διάφανα το υπονοεί η συγγραφέας και το σέβεται.

Ο λόγος της είναι γλαφυρός και ποιητικός, οι περιγραφές της  με πλούσια λογοτεχνικά στοιχεία. Άψυχα στοιχεία της φύσης, του σπιτιού της, της γειτονιάς, των αναμνήσεων, αποκτούν ιδιότητες και συμπεριφορές, μιλούν, κινούνται, θυμώνουν, αισθάνονται, συμπεριφέρονται ανθρώπινα.

Χαρακτηριστικά αναφέρω:

  • «έκανε κρύο, έβρεχε δυνατά και είχαμε έναν κουβά στο πάτωμα, στο σημείο όπου έσταζαν τα κεραμίδια, καθώς τα σπάραζε ο αέρας και η βροχή».

 

  • «Τα αστροπελέκια χόρευαν στον γάμο του Ουρανού και της Γης»

 

  • «Ο ήλιος έπεφτε μαλακά, κι όταν οι τελευταίες ανταύγειες φωτός έβαφαν τον ορίζοντα με ιώδεις γραμμές, και πριν τις καταβροχθίσει η νύχτα, εμείς δεν θαυμάζαμε το λυκόφως, δεν κοιτούσαμε τον αυτοπυρπολημένο ήλιο με διάθεση ποιητική αλλά περιμέναμε το βραδινό να είναι πατάτες τηγανητές».

 

  • «Ο χρόνος αμνημόνευτος στεκόταν ψηλά, πάνω από τον ουρανό, αλλά δεν το ξέραμε. Τώρα η καρδιά με τη δική της μνήμη κουβαλάει αυτόν τον τόπο σαν το σώμα μας, που το κουβαλάμε μέχρι τέλους».

 

  • «Το ηλιοβασίλεμα για άλλη μια φορά θα έβαφε υπέροχα τα αντικρινά βουνά με τις περίφημες Τρύπες, τις πλαγιές με τις αμυγδαλιές και τον στενό κάμπο με τις ελιές πλάι στο ποτάμι με τα άσπρα χαλίκια».

 

  • «Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας είναι πλημμυρισμένα από μαγευτικές εικόνες – ανακαλύψεις σε χρόνο και χώρο».

 

Τα δρώντα πρόσωπα στο έργο της Ελένης, δεν είναι πλασματικοί  χαρακτήρες, είναι πρόσωπα με τα οποία αγκαλιάστηκε, έκλαψε, γέλασε και έζησε όμορφες,  αλλά και δύσκολες στιγμές. Αυτό δίνει εκ των προτέρων μια μεγάλη αξία στην ανάγνωση τη δική μας, γιατί μας αφήνει να μπούμε στον ιδιαίτερο κόσμο της.  Μας αφήνει να ακούσουμε του ίδιους ήχους, να γευτούμε όσα και εκείνη και να δούμε όσα γέμιζαν τα δικά της μάτια. Μας κάνει κοινωνούς μιας σημαντικής περιόδου της ζωής της.

Γινόμαστε μαζί της παντογνώστες αφηγητές και βρίσκουμε κομμάτια της δικής μας ζωής. Σε μια πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική  αφήγηση, με εσωτερική εστίαση, παρατίθενται τα συναισθήματά της, όπως διαμορφώνονται και όπως τα βιώνει η ίδια, στη ροή των διαφόρων μικρών αποσπασμάτων.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, τονίζει την προσωπική μαρτυρία της Ελένης, εξασφαλίζοντας αμεσότητα και πειστικότητα, προσδίδοντας ένα εμπιστευτικό και εξομολογητικό χαρακτήρα. Η σταθερή εστίαση, η οποία φυσικά είναι η οπτική γωνία της Ελένης, δίνει την αίσθηση και το πλεονέκτημα της συμμετοχής του αναγνώστη.

Τα πρόσωπα που μας παρουσιάζει, σκιαγραφούνται δίνοντάς μας άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες μέσα από την περιγραφή αλλά και τα σχόλια που κάνει η Ελένη όπως για παράδειγμα το περιστατικό με τα κάλαντα, όπου η νοικοκυρά πετά στα παιδιά ένα πενηνταράκι και ένα αμύγδαλο. Περιττό να αναφέρει κάτι παραπάνω για το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας η συγγραφέας.

Ο δε χρόνος της αφήγησης ακολουθεί μια ευθύγραμμη σειρά όσων αφορά την ηλικία της Ελένης. Ίσως κάποιες φορές θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε κάποιες αναχρονίες και παραβιάσεις του χρόνου, αλλά αυτό γίνεται για την παράθεση αναδρομικών στοιχείων ή για κάποια μορφή προοικονομίας.

Οι περιγραφές της Ελένης κρύβουν λεπτομέρειες, τις οποίες πιστεύεις πως μόνο εσύ γνώριζες ή είχες παρατηρήσει. Είναι συγκλονιστική η διείσδυση της στη μνήμη. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω το κεφάλαιο «Ο φάρος» όπου ακοπίαστα η Ελένη με φέρνει πίσω αρκετά χρόνια, σε μια παρόμοια εκδρομή με τη δική της, να βλέπω αγόρια να τολμούν βουτιές από τον ίδιο καθώς φαίνεται βράχο και να σωπαίνω αγωνιώντας μέχρι να δω τον νεαρό να ξεπροβάλλει από τον βυθό της θάλασσας. Τέτοια είναι η επιτυχία στη γραφή της Ελένης, να έχεις την αίσθηση πως περιγράφει μια δική σου ανάμνηση, μια δική σου αλήθεια. Ταυτόχρονα μέσα από τα κεφάλαια δίνονται και βασικά στοιχεία και πληροφορίες για θέματα κοινωνικά, βιοπορισμού, επαγγελμάτων της εποχής. Μια κατάθεση σημαντική για τη λαογραφία του τόπου της. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο «Στ’ αλώνια» παραθέτει αποσπάσματα και άλλων λογοτεχνών, σχετικά με το μαύρο θησαυρό της περιοχής της, την περίφημη Κορινθιακή σταφίδα.

Όσον αφορά τις προσωπογραφίες στο τέλος του βιβλίου, θα συμφωνήσω με το Γεράσιμο Δενδρινό πως πρόκειται για κείμενα απαράμιλλης αισθαντικής τέχνης. Τέτοια είναι η ομορφιά αυτών των κειμένων που σου είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς με κάποιο από όλα αυτά τα πρόσωπα, τα οποία από απλούς χαρακτήρες της καθημερινότητας, η Ελένη τους μετέτρεψε σε σημαντικούς και αιώνιους.

Στο κεφάλαιο «Σαν επίλογος» τρεις γυναίκες, τρεις Γιωργίτσες, οδηγούν σε ένα συγκλονιστικό συμπέρασμα, αυτό των ενοχών που όλοι κάποια στιγμή της ζωής μας θα νιώσουμε και στην ανάγκη να αναζητήσουμε τον εξαγνισμό αυτών. Για την Ελένη ο εξαγνισμός συντελείται μέσα από την προσωπική της κατάθεση για όλα αυτά τα πρόσωπα σε τούτο εδώ το βιβλίο. Έτσι τονίζει τη δύναμη που έχει η γραφή, η οποία ενώνεται με τη ανυπέρβλητη ισχύ της μνήμης. Όλα τα βιωμένα τα ορίζει ως μια προσωπική αλήθεια και πραγματικότητα, τα οποία χωρίς τα γραπτά τεκμήρια θα έμοιαζαν απλώς όνειρα και επιθυμίες μιας ταπεινής λεπτοκαμωμένης ύπαρξης.

Θέλω να συγχαρώ τη φίλη μου Ελένη, για αυτή την κατάθεση ψυχής και να της ευχηθώ να είναι πάντα δημιουργική και ευτυχισμένη, ζώντας και χαρίζοντάς μας πάντα τέτοια δείγματα γραφής.

 














Συμπόσιο - Ερρίκος Μπελιές

Χορέψανε τον κόρδακα οι εταίρες επιπλέον ήταν και το μεθύσι οι σκλάβοι με τα κεφάλια και τα φρύδια ξυρισμένα κάποια κουβέντα για τη φοβερή ε...