Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Καντ (Καντωνίδου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Καντ (Καντωνίδου). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Stanza ~ Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

 


ευθαρσώς και στα ίσα

Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά - ωραίο πρόσωπο, 
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγο πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.

Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες, 
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα. 



ουδόλως ντρεπόταν

Να εξηγούμαστε:
ουδόλως ντρεπόταν για τα καράτια στα φτερά του,
ίσως γι' αυτό να πέθανε
άγγελος μόνο
μόνο άγγελος

σε ράφι βιτρίνας με θέα.

Σαν πιάνει η άνοιξη κι η περσεφόνη, ψάχνω τους από μη-
χανής θεούς μου και τ' αγάλματα, δηλώνει αγωνιωδώς και
αμέριμνος. Και κείνη την αντηλιά την όλο νάζι.

Έξω οι άνθρωποι τρώνε αμίλητοι. 



τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά

Και τότε εσύ - για σένα μιλούσαμε πριν, 
τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά, να λες,
τι τα φτενά τους δόρατα, τι τα καλοθρεμμένα
ούτ' ένας αίας καταγής, ούτ' ένας τεύκρος κάτω, 
τέτοιοι ψηλοί αστράγαλοι εμένα με λιγώνουν.

Στη γωνία ένας τουρίστας περιμένει το καράβι για το 
                                                                      Πέραμα.
Στη στέρνα ένα σκυλί σαλιώνει το γυαλάκι στην πατούσα του.

Αμφότεροι καρτερικοί.
Αμφότεροι εναγωνίως.



αυτός ο Ονήσιλος

Λοιπόν
α υ τ ό ς 
ο Ονήσιλος, 
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.



Ίκαρος

Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)

-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.

Έχει προηγηθεί ο ήλιος.



επιλαθού

Ωστόσο
Όλο και πιο συχνά ξυπνώ με τα μάτια και τα πόδια πρησμένα.
Είναι που στον ύπνο μου βλέπω ταινίες με λάμπουσα πόλη εμένα.

Δεν είμαι του αλεξανδρινού η πόλη εγώ, δεν είμαι του πολύτροπου.
Δεν είμαι του περιπτερά, σόλωνος και ασκληπιού γωνία.
Είμαι απλά μια πόλη με μεγάλη οθόνη και άσπρο χασέ.
Από τις δίπλες του εμφανίζεται ένας κένταυρος σε σχήμα πουλιού.
Τον λεν επιλαθού και έρχεται για να αναγγείλει.

Γυμνοί αλλάζουμε σταθμούς, μα εις μάτην.



μη και σε ντύσουν ελαφρώς

Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι; είπε και
άρχισε να γδύνεται σχεδόν απρόσεκτα, σχεδόν προκλητικά, 
σχεδόν με τον τρόπο του Ιούλη στο ακρογιάλι, ξεκινώντας, 
σε κάθε περίπτωση, από το κασκόλ, τα όστρακα και τις 
λειχήνες, και τότε, ω τότε, θυμήθηκα το σώμα σου και πώς
εξοστρακίζονται οι λέξεις στο λαιμό σου μη και σε ντύσουν
ελαφρώς - 

                                                        καις.

Μήνες τώρα ο Ιούλης επιστρέφει καιόμενος.




δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί

Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.

Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο
κι εσύ μου μιλάς για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου -

τι άλλη απόδειξη θέλεις;

Καμία.




πώς φεύγεις;

Πώς φεύγεις πριν φύγεις;
Πώς ήρθες πριν νάρθεις;

(έχε μαζί σου σακ-βουαγιάζ και επιρρήματα)




τη θάλασσα, λέει 

Τη θάλασσα, λέει.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;
καθώς
στα πόδια μας ανηφορίζει ένας καημός και ένα καράβι της γραμμής ανεπιφύλακτο, πλέει για λίγο και τινάζεται, μουσκίδι ο άνεμος και οι φτενές τζαμαρίες και τα λευκά ποπ κορν του μικροπωλητή - ματαιότης ματαιοτήτων, εξανίσταται.
Τη θάλασσα, λέω.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;



επέστρεφε

Ώρα εβδόμη πρωινή.
Επιμένεις να σε διεκδικούν προστακτικές,
όπως, για παράδειγμα,
σβήνε (το) φως και επέστρεφε.
Στον απέναντι τοίχο, φλυαρεί ένα κάτοπτρο.
Ολόσωμο. Σχεδόν αναθηματικό.







“stanza”, εκδόσεις Gutenberg 2021




Photo: Maria Kant “Statue and asphodels”
Βάμος Αποκορώνου, 2018




Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Α β ε σ σ α λ ώ μ ~ Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

 Α β ε σ σ α λ ώ μ

Η προηγούμενη θα πρέπει να ήταν ξανθιά. Στο κάγκελο πίσω από το κεφαλάρι είχε ξεμείνει μια τρίχα. Αν ήταν δική μου θα ήταν σκουρόχρωμη. Κατά τα άλλα, το κρεβάτι ήταν άψογο, τζαμαρία κατά μήκος της μεγάλης πλευράς του, σεντόνια υπόλευκα, και πικέ κουβερλί διπλωμένο στα πόδια - του έδωσα μια και μαζεύτηκε στην άκρη. Ήρθε η νοσοκόμα και το ίσιωσε. Το ξανακλώτσησα, δικό μου κρεβάτι ήταν, ό,τι θέλω το κάνω. Αυτή τη φορά έπεσε κάτω. Ξανάρθε και το σήκωσε. Μου την έδινε.
Θ’ αδειάσω στη φλέβα σου και θα σε κάψω, είπε το μπουκάλι από πάνω. Γουλί θα σε κάνω. Δεν του απάντησα - όχι και να απαντώ σε μπουκάλια. Έπιασα τα μαλλιά μου με το αριστερό, ήταν στη θέση τους. Πόσο σημαντικά είναι πια για σένα, σχολίασε η νοσοκόμα. Στράφηκα και την κοίταξα. Σίγουρα περισσότερο από ό,τι για το δικό σου κεφάλι, μου ήρθε να της πω. Δεν της τό ‘πα. Ενσυναίσθηση μηδέν, της πέταξα για να την κομπλάρω. Κάντο να πέφτει πιο γρήγορα, είπα στο Μάκη επιτακτικά. Να τελειώνουμε. Πήρα το ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΟ με το αριστερό και του τό ‘δωσα. Το είχα αγοράσει στην είσοδο και το είχα χωρίσει σε οκτώ ίσα μέρη. Ήμουν στο πρώτο. Στο τελευταίο θα του ζητούσα να φύγει. Δεν του το είχα πει, μα το είχα πάρει απόφαση. Να μην τρώγομαι ότι μένει μαζί μου από λύπηση. Χωρίς βυζιά τι να με κάνει ο άνθρωπος - γι’ αυτά με είχε, άλλωστε, πάρει. Διάβαζέ μου, του είπα, θα σου λέω να γράφεις. Πρωτεύουσα της Νορβηγίας, ξεκίνησε, έλα τώρα, ευκολάκι, γράψτο μόνος σου. Όσλο, φώναξε η κοπέλα από το διπλανό κρεβάτι. Φορούσε σκούφο χαμηλό μέχρι τα μάτια. Σαν κολυμβήτρια. Παρ’ ολίγο να της χαμογελάσω. Ίσως και να το έκανα. Γιος του Δαβίδ, γνωστός για τους βοστρύχους του, συνέχισε ο Μάκης, έγιναν αιτία να σκοτωθεί. Εννέα γράμματα. Πόσα; τον ρώτησα κι άρχισα να τρέχω στο δάσος ξοπίσω του, μπλεκόντουσαν τα μαλλιά μας στα δέντρα. Μαζί μας έτρεχαν και τα κρεβάτια. Στο ποτάμι αναποδογύρισαν και έπεσαν μέσα. Η κολυμβήτρια σώθηκε. Για την ξανθιά δεν ξέρω. Ούτε για τον ωραίο νέο ξέρω αν σκοτώθηκε και γλύτωσε ή αν δεν σκοτώθηκε και γλύτωσε ή ό,τι άλλο ήθελε προκύψει. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είχε μείνει μετέωρος σ’ ένα κλαδί βελανιδιάς κι εκλιπαρούσε. Πουθενά ο Μάκης.
Σοκ λόγω ταχείας έγχυσης τάδε, άκουσα να λένε καθώς άλλαζαν μπουκάλι. Αβεσσαλώμ, είπα δυνατά, με 2 σίγμα, γι’ αυτό δεν μου βγαίναν τα γράμματα. Του τό ‘χα πει να προσέχει, μα δεν μ’ άκουσε και τώρα κρέμεται. Εξακολουθεί να είναι σε σύγχυση, είπε η νοσοκόμα. Πήρε το κουβερλί και με τύλιξε. Με ωμέγα, είπα στον Μάκη επιτακτικά. Γύρισες; φώναξε και μου χάιδεψε απαλά το κεφάλι. Άρπαξα το χέρι του από τον καρπό και επανέλαβα την κίνηση με δύναμη. Το χέρι του γέμισε σκουρόχρωμες τρίχες.
/οκτώβριος, μήνας ευαισθητοποίησης για τον καρκίνο του μαστού/




Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...