Η τρέλα στην ποίηση ή η ποίηση στην τρέλα: μερικά λόγια για τον ύστερο Ρώμο Φιλύρα*
Γιώργος Δρίτσας
Επειδή οι ομιλητές που προηγήθηκαν και είναι ειδικοί επί του θέματος, μίλησαν πολύ αναλυτικά και διεξοδικά για τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα και πιο συγκεκριμένα για τη ζωή και το έργο του, εγώ με τη σειρά μου θα προσπαθήσω σύντομα να αναφερθώ στην έννοια της τρέλας στο έργο του και το πως αυτή παρουσιάζεται, έμμεσα ή άμεσα, μέσα σε αυτό. Ήταν, εν τέλει, ο μεγάλος αυτός ποιητής ένας άνθρωπος τόσο χαμένος στους λαβυρίνθους στο μυαλού του; Προτού, όμως, ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το ζήτημα, με βάση τα πεζά αυτοβιογραφικά κείμενα του ίδιου του ποιητή και των ποιημάτων κυρίως από τον δεύτερο τόμο των ευρεθέντων εκτός συλλογών ποιημάτων που έγραψε έγκλειστος στο ψυχιατρείο, θα πρέπει να αναφερθούμε στη σύνδεση καλλιτέχνη και δημιουργήματός, μιας και η ίδια η ποίηση είναι μια από τις κυριότερες μορφές τέχνης.
Ξεκινώντας πρέπει να ειπωθεί ότι η δύναμη του καλλιτέχνη βρίσκεται στο βάθος αυτού που θέλει να εκφράσει και όχι στο να δημιουργήσει με σκοπό να προκαλέσει ή κατά παραγγελία της μόδας, είναι δηλαδή προσωπικό βίωμα η καλλιτεχνική του δημιουργία. Έτσι η μοναδικότητα προϋποθέτει την ανεπανάληπτη ισχύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που βασίζεται στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Για μένα ο Φιλύρας αυτό αποτυπώνει στην ποιητική τέχνη του και όχι κάποια ψυχική νόσο, ασχέτως του αν βαπτίζεται μερικές φορές τρέλα και παράνοια ο υπερβάλλων οίστρος στην ποιητική σύνθεση.
Ο ίδιος όντας πρόδρομος μιας «καταραμένης» για πολλούς γενιάς, της γενιάς τού 30’, γενιά πολλών αυτοχείρων και του ίδιου του Καρυωτάκη, ο οποίος διάβαζε εξάλλου Φιλύρα (όπως μαρτυρά το ποίημα «Υποθήκαι»), η οποία έζησε μέσα στις άθλιες συνθήκες που έφερε η μικρασιατική καταστροφή· όταν όλα τα ιδανικά κατέπεσαν και οι μεγάλες εθνικές αφηγήσεις διαλύθηκαν μέσα στη σήψη μιας εποχής ευρισκόμενης σε κοινωνική και ηθική εξαθλίωση, και των υπερρεαλιστών, λόγω των γλωσσικών του ακροβατισμών του, ο Ρώμος Φιλύρας έπλασε με ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο έναν δικό του κόσμο μέσω της ποίησής του, όπως θα δούμε και παρακάτω.
Ο Φιλύρας ενέχει στον ποιητικό του διάκοσμο «ένα κρυφό σπαραγμό» μια «διάσπαση της προσωπικότητας», έναν «οίκτο για την ατομική κατάσταση», μαζί με μια έντονη διάθεση αρκετά ευφυούς αυτοσαρκασμού, κυρίως στα πεζά, ιδιαίτερα στο μεταγενέστερο έργο του της περιόδου του εγκλεισμού, πράγματα που συναντάμε κυρίως στον Καρυωτάκη και εν μέρει σε όσους ακολούθησαν. Έτσι στα πεζά του διακρίνουμε αρχικά έναν αυτοσαρκασμό και έναν καταθλιπτικό πόνο, όπως στο «Θεατρίνο της ζωής», όπου με πικρία αναφέρει ότι τον ξέχασαν ακόμη και άνθρωποι που τον καταλάβαιναν. Αυτόν τον μελαγχολικό αυτοσαρκασμό του, που θυμίζει αρκετά τον Γάλλο Αντονέν Αρτώ, τον επαναθεμελειώνει στην «Παράδοξην Αυτοβιογραφίαν μου».
Μια αυτοβιογραφία γεμάτη με αφηγήσεις τόσο για πραγματικά γεγονότα όσο και με αναφορές περί της δήθεν αριστοκρατικής του καταγωγής και με εξομολογήσεις του τύπου ότι ήθελε να γίνει μεγάλος ποιητής από μικρός αλλιώς θα «αυτοκτονούσε», με ταυτόχρονες υποτιμητικές αναφορές στη «μάζα» και στις «μικροαστικές ευπρέπειες». Στο πιο χαρακτηριστικό του πεζό δε, «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειον», όπου περιγράφει τη ζωή του στο γνωστό ψυχιατρείο στο οποίο πήγε από μόνος του, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, επανέρχεται η περιπαικτική του αυτή διάθεση «κραυγάζοντας», γραπτώς, «ζήτω η τρέλα». Η μελαγχολία του, όμως, και η πεποίθησή του ότι τον εγκατέλειψαν επανέρχεται, όπως θα δούμε καθαρότερα παρακάτω και σε κάποια ποιήματά του της εποχής εκείνης, αυτοταυτιζόμενος μάλιστα με τον Βιζυηνό και τον Μητσάκη, οι οποίοι είχαν ανάλογη κατάληξη με αυτόν. Μέσα από την εικονοκλασία αυτή αφηρημένου και εμπειρικού, βιωματικού και υποκειμενικού, συμπτύσσεται ο λυρικός κόσμος του Φιλύρα στα πεζά του.
Στα ποιήματα τώρα του εγκλεισμού επανευρίσκεται ξανά η μελαγχολική του διάθεση. Πιο συγκεκριμένα η μελαγχολία αυτή έχει να κάνει κυρίως με τα χρόνια που περνούν («Στο νέο χρόνο» - πως άσπρισαν τα ολόμαυρα μαλλιά μας), «τα δάκρυα των κοκάλων στις νύχτες του Αιώνα» («Τα δάκρυα των πραγμάτων»), μένοντας πάντα μακριά από όλους («Εξιλασμός» – στα συμπόσια είχα μείνει ξένος) και μη δίνοντας σημασία στις ετυμηγορίες των κριτικών της εποχής του («Γράφουμε τα τραγούδια μας»- Μας βγάλανε παρανόμια, μας καλούνε/ ρομαντικούς και κλασικούς/ Προς τι;). Ούτως ή άλλως, η ζωή του βρίσκει νόημα στο πρόσκαιρο γέλιο και στο πιο μαύρο δάκρυ, όπως λέει και ο ίδιος στο ποίημα «Οι Μποέμ», με το κίνημα των οποίων ταυτιζόταν. Ο θάνατος, λόγω όλων αυτών, έχει πάντα παρουσία στους στίχους του, καθώς η ματαιότητα της ζωής τον απασχολεί - καθώς η «στράτα» της ζωής οδηγεί «στα κυπαρίσσια» («Ματαιότης»).
Η πάλη του αυτή με τον χρόνο καταγράφεται, λόγω της έντονης θέλησής του για να αποτυπώσει μια πιο βαθιά υφή του κόσμου, μέσω της υπεραισθητής ευαισθησίας της στιχοπλασίας του. Κάτι που διαφαίνεται με την ταύτισή του με τον «Δον Κιχώτη» και με τον «Πιερότο» - στα ομότιτλα ποιήματά του, αφού και αυτός κυνηγάει ανεμόμυλους εν τέλει ηρωικά αυτοσαρκαζόμενος με πάθος, ενάντια στους χυδαίους, τους μικρούς («Διαθήκη» - Χυδαίων λαός παράταιρος και το τρανό μολεύει) και τους ξιπασμένους· («Η λίγη ζωής μας») που χορεύουν μέσα στα ερείπια της ίδιας της χώρας που τον πονά («Ρημαγμένη χώρα»- Όλα χωνεύουν στην ίδια τους στάχτη…) και δεν που δεν καταλαβαίνουν του λυπημένου «τη στιγμή, το μεγάλο παλμό» και του αυτοκτόνου «την κίνησην, ίσια,/ που πετάει σαν οκνός τα ζωή» («Εσείς»).
Αυτή η μεταφυσική αίσθηση ένωσης με το σύμπαν διαπερνάει, λοιπόν, την ποίησή του, έχοντας μιας αρκετά φιλοσοφική διάσταση, όπως βλέπουμε στα ποιήματα «Επιστροφή στη Φύση», «Μοίρα Άγει», «Ο Παν», «Αφοσιώσεις», «Το Σύμπαν», «Φύση» και ένα όραμα για μια νέα αναγέννηση που θα κυνηγήσει «ένα σκίρτημα ανανέωσης» των παλιών πόθων («Αναγέννηση»), το οποίο όμως δεν κατορθώνει πάντα να αποτυπώσει («Διαθήκη» – Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,/ παλμό να δώσω και να συγκλονίσω/ την άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό, και «Δεν έφθασα ψηλά» – δεν έκραξα στ’ αστέρια), χωρίς, όμως, ποτέ να χάνει το προνόμιο ενός «προφήτη - ποιητή» - έστω και αν κρύβεται μια υποδόρια ειρωνεία σε αυτόν τον έμμεσο αυτοχαρακτηρισμό του («Ποιητής»). Όμως στο τέλος πάντα επιστρέφει στο σκοτάδι του νεκροκρέβατου των ονείρων και των ελπίδων του, περιμένοντας μοναχικά μια σωματική ανάρρωση που δεν θα έλθει ποτέ («Ανάρρωση» – Όλες οι ελπίδες νέκρωσαν και τα όνειρα όλα, τα παλιά/ τη στείρα γοητεία μου μια σκοτεινάδα αδράχνει), από την οποία τραγική κατάσταση πηγάζουν και αρκετοί τίτλοι των ποιημάτων του (βλ. τα ποιήματα, «Απόγνωση», «Μελαγχολία», «Εγκατάλειψη»).
Κλείνοντας, όπως παρατηρούμε, καθώς περνούσαν τα χρόνια και μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρήκε βέβαια εν τέλει λίγη ησυχία από τη σκληρότητα της κοινωνίας, ο Ρώμος Φιλύρας αποτυπώνει καλύτερα την πραγματική του επαφή με την ποίηση. Τόσο σαν προσωπικό βίωμα όσο και ως έναν τρόπο να έρθει σε επικοινωνία με κάτι που δεν κατανοούμε με τη λογική αλλά απλά το νιώθουμε, κάτι που είναι πέρα από τις λέξεις και όμως τις περικλείει σαν άχραντο μυστήριο, κάτι που οι ποιητές Γιώργος Σαραντάρης και Απόστολος Μαμμέλης προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν, επίσης, μέσω της ποίησής τους. Η τρέλα, λοιπόν, ως μια δήθεν «δυσλειτουργική κατάσταση» που δημιουργεί ψυχώσεις κατά τη γενική αντίληψη, κάθε άλλο παρά αφορά την ποίηση του Ρώμου Φιλύρα, ο οποίος μέσα σε όσα γράφει φανερώνει, κατά κύριο λόγο, μια άλλη μορφή ένωσης με τον κόσμο, πέρα της κάπως ορθολογιστικής ματιάς που θεωρούν λανθασμένα και ανεξέταστα οι περισσότεροι άνθρωποι ως σωστή.
*Το κείμενο της παρούσας εισήγησης εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης - αφιερώματος για τον Ρώμο Φιλύρα επί της ευκαιρίας της επανέκδοσης των «Απάντων» του από τον Χ. Λ. Καράογλου σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Σμίλη», η οποία οργανώθηκε από την Κατερίνα Ατσόγλου και τον Δήμο Σικυωνίων και πραγματοποιήθηκε στο Κιάτο το Σάββατο, 06/04/2024 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Σικυωνίων «η Μηκώνη».