Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Θάλασσα είναι ~ Νίκος Μυλόπουλος

 


Ώρες ώρες οι τοίχοι ξεχνώντας την καταγωγή τους
Όμως θα ’θελα τόσα πολλά να σου πω
Που δεν θα ’φτάνε μια ολόκληρη νύχτα
Και ξέρω πως αύριο το πρωί θα ονειρευτώ
Τους πέντε δρόμους που ούτε αριθμοί δεν υπάρχουν
Κι όλοι οι φίλοι άλλαξαν δουλειά, γίναν ψαράδες.
Άλλος καμάκι, άλλος φανό μάς κυνηγούν
Και πάλι γλιτώνουμε την τελευταία στιγμή
Μισόπνιχτοι μες στων εχθρών τα δίχτυα.
Καιρός να πάμε στη γριά
Που στα νιάτα της τη φώναζαν Κίρκη
Εσύ καρίνα. εγώ κουπί
Θάλασσα είναι, θα περάσει.
Μας επέτρεπαν να γράφουμε πάνω τους

«Οι εραστές πάντα σιωπούν» (2007)

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Ελένη Νέστορα ~ 3 Ποιήματα


Fabienne Verdier







θ' απλώσω τη θάλασσα στο τραπέζι 
να βρέχει τα λόγια με τα κύματα 
να πνίγει τις σιωπές 
ν' ανασταίνει των φθόγγων τους ήχους 
να σχηματίζονται οι λέξεις 
να φέρνει από μακριά τ' άρωμα μιας μέρας που δεν ξημέρωσε


στο κατώφλι ύστερα 
των αχινών τα κελύφη θ' απομαζέψω 
εκείνα τα διάτρητα από αμάχης πάλη λάφυρα

έτσι τα μεσημέρια του καλοκαιριού 
θ' αναθυμούμαι 
πως σαν καταπιείς τ' αγκάθια τους 
το πιο όμορφο αξιώνεσαι 
σώμα της αγάπης


με τον καιρό θα ξεχαστούν 
οι άγονες μέρες 
καθώς θα πλέκω τες καινούριες φορεσιές 
κι η Γοργόνα θα' χει μάθει πια την αλήθεια

καμιά ερώτηση αναπάντητη δε θα σκάει στα βράχια




***********



η μνήμη 
η θάλασσα 
η μνήμη της θάλασσας 
η θάλασσα της μνήμης

παιχνιδίσματα μεσημεριού 
μπροστά σ' ανοιχτή πόρτα 
θερινής κατοικίας ονείρων 
παρά θίν' αλός



***********



η θάλασσά μου χωρά σ' ένα βότσαλο 
το βότσαλο- ίσα με τη χούφτα μου
χωρά στην τσέπη μου

μέσα της έχω ανοίξει μια τρύπα
- ίσα με το βότσαλο 
κείνο γλιστρά και χάνεται σαν και τη θάλασσά μου

να τη βρίσκω πρέπει ξανά

- τώρα που μεγάλωσα πώς λιγοστέψαν τα παιχνίδια!





.



Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ύμνος του μεγάλου Nόστου-Σικελιανός Άγγελος (14 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951)

 


Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ' αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ώς το λαιμό τρανά·
που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού...
Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ' όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή...
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική...
Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
Kαι πίσω από τ' απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
σα να 'σερνα φυλή,
απ' τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π' αδράζεται απ' τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!...
Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό ―
και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
K' εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κ' εσύ πυρρή π' ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ' ουρανού·
του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
του νου μου η αγκαλιά!
Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν' ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Nαι,
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό...
Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό.
Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
κι όλ' η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
προς τ' άστρα ν' ανεβώ!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός...
Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
σαν απ' της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ' ανήκουστην ορμή,
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ' ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ' άρματα του νου!
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ' τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός...


[από τον Λυρικό Bίο, B΄, Ίκαρος 1966]






Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Αφροδίτες 2016 ~ Στρατής Φάβρος



Ήταν μια εποχή στην άκρη της μοναξιάς 

Καθόμουν κάθε βράδυ κι αφουγκραζόμουν 

το χτύπημα του αγέρα όπως έμπαινε μανιασμένος

στη θάλασσα, άκουγα γόους μακρινούς 

σκηνών που δεν έζησα 


πονούσε η γη  αβάσταχτα

και τα μοιρολόγια ξεπρόβαλαν 

ολοένα ανόητα 

σαν μια ανούσια εκζήτηση


Η θάλασσα, η άσβεστη 

πεινασμένη θάλασσα 

δεν είχε χορτάσει 

ακόμη από πτώματα 


Είχε αρχίσει αυτή η μοναξιά 

να μου γίνεται συνήθεια 

καθώς συνοδεύονταν από

ένα διαρκές παραμιλητό

για πράγματα που ποτέ δεν θα λέγονταν 

και που κρύβαν στον κόρφο τους

την οίηση της αλήθειας


Είχα μέσα μου χρίσει στέρεη μιαν απάτη

Αυτή ήταν η ανάγκη μου 


Κι ο έρωτας που κατοπινά έλαμψε 

για μια στιγμή στον ορίζοντα 

σαν μαργαριτάρι που καίγονταν στη μαύρη νύχτα

ένας φυσικός σπασμός μια ακούσια διαφυγή

από αυτό το θαλάμι θανάτου






Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Η Λογική ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 

Τα παράλογα να δούμε λογικά
και τη σιωπή μαγεία
μα τι νομίζεις πως είμαστε εικόνες για τάματα και προσευχές;
Το τίποτα να κάνω νησί στον ωκεανό
και τις λέξεις σου πέταλα μιας ανθισμένης βουκαμβίλιας
Αυτή είναι η λογική












Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Αφιέρωμα στον Πατέρα [Β']

 

Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, V. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ο πατέρας,
βουνό που ραγίζει
Ένα βουνό που κλαίει την ήττα του
Bροντή που θυμώνει
Ντέους, Θεός,
Μη λες τ' όνομά του
επί ματαίω
Οιδίπους
Ο πατήρ, η μικρή του Αντιγόνη,
Ο πατέρας των παιδιών μου
Αβραάμ γυμνός από βιβλικά στολίδια,
Γυμνός.
Πώς μπορεί
Να ζει ο πατέρας
Γυμνός εκεί πάνω στο λόφο;
Πώς ξύπνησες
Περιστέρι μου, γεράκι μου
Πού είσαι;
Ο πατέρας σου
Χάθηκε στη μαύρη γη
Το γέλιο του
Το φοράς
Κάθε πρωί
Για να κοιτάζεις
Τη βροχή και
Τους ανέμους.
Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες
Ίσως κοιμούνται κάτω από
Την ιστορία τους.
Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, Χρώμα μελαχρινό, εκδ. ΑΩ, 2020






Αγγελική Γιαννέλου, Η Ημέρα τού πατέρα
(Μνήμη τώρα)
Τα μαύρα περιστέρια
Σουρούπωνε σαν έβγαιν' απ' το σπίτι
Έστρωνε στα μαλλιά την μπριγιαντίνη
Κοιτούσε, μη τον έβλεπε κανένας
Μαύρα μονάχα περιστέρια κράζαν,
από 'ναν γέρο πεύκο, στην αλάνα
Τ' αγάπαγε τα μαύρα περιστέρια
Κρατούσαν κάτι απ' την παλιά λευκότη
κι απ' τού κατακλυσμού κρατούσαν την ελπίδα,
όταν ο Ήλιος ερωτεύτηκε την Πλάση
και νίκησε, με μιας, την καταιγίδα
Κοιτούσε γύρω, μη τον έβλεπε κανένας
Εύρισκε πάντα τέτοιαν ώρα την Ελένη,
με τα μελένια μάτια, τα μελένια στήθη
κι ορκίζονταν κι οι δυο στο Αύριό τους
και χάραζαν τα αρχικά τους στο φεγγάρι
Ύστερα ήρθ' ο Ήλιος και την πήρε,
μέσα σε πέτρας λάμψη τυλιγμένη
κι έγινε σούρουπο για πάντα η ζωή του
και τ' αρχικά τους εξορίστηκαν στο χώμα
Όλ' η ζωή του μαύρα περιστέρια, σκοτωμένα
Βογγάει η αρένα τής καρδιάς του
Παίρνει και τα μαδάει ένα-ένα,
να τά'χει τώρα, που τον βρήκ' η πείνα.



''σε ευ ύφεση μείζονα'' Εκδόσεις Cinnabar Publications, 2024.
Φωτο: Ο πατέρας μου Παναγιώτης Γ. Γιαννέλος,
στην φωτο τής ταυτότητάς του, 9/8ου/1961/Δ.Χ. Λαμίας.










Αθανασία Δρακοπούλου, Στο στήθος του Πατέρα

Τον είδα να έρχεται
με το παλιό του σακάκι
ούτε φωνή ούτε σκιά
μονάχα η οσμή του τσιγάρου.
Τα παπούτσια του είχαν ακόμα
σκόνη από το χώμα της αυλής
ή ίσως χώμα της τελευταίας οικίας.
Κάθισε απέναντί μου, δε μίλησε
το πρόσωπο του άλλαζε χρώματα
ο Πατέρας πάντα μοιάζει με Χαμαιλέοντα.
Άνοιξε μόνο τα χέρια του,
όπως τότε , όπως κάποτε
που γύρναγα ρημαγμένη απ’ το σχολείο.
Μια στιγμή κράτησε ο κόσμος
όσο χρειάζεται
ένα πουλί να θυμηθεί τη φωλιά του.
– Δεν είσαι πια παιδί, μου είπε.
Κι όμως εδώ γυρνάς.
_ Δεν ήσουν ποτέ παιδί, του είπα.
Κι όμως έτσι σε θυμάμαι.
Έγειρε το μέτωπό του στο τραπέζι
κι άκουγα μες από τα κόκαλά του
πώς πάλλεται ακόμα
ο σφυγμός του δέντρου
όταν το κόβουν.
_ Δεν είμαι πια τριγύρω, μου είπε.
Κι όμως εδώ έχεις ριζώσει, του απάντησα.




Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Πεταλίδα

Ένα φθινόπωρο
εισέβαλε λάθρα εκ της συγκίνησης στα καθ´ ημάς
μύρισε σιναπόσπορο και θήραμα
κόντρα στο γαρμπή
γρατζούνισε τα φλοράλ στίγματα των καναπέδων
μια Ασίζη και μια Γρανάδα και μια Λυών
δάγκωσε το κουλούρι της Κυριακής
βουτηγμένο στον καφέ
του Αγίου Φραγκίσκου άρτυμα
έσυρε μια τρίλια στην καρδερίνα
που περίμενε έξω από το κλουβί
με ράμφος λαίμαργο
κι όταν έφτασε στο μάρμαρο
με το λιανό γλαστράκι
εκεί που μου μίλησες
ενώ κοντεύεις χρόνο, για πάντα σιωπηλός
ήπιε μια ρακή στα όρθια
μιαν άλλη την έχυσε κατάχαμα
κι έκατσε κι έκλαψε σα χειμώνας
που χάνεται η ζέστη μαζί με τον άνθρωπο
μα μένει πίσω η ψυχή του
πεταλίδα στην καρδιά._

ΚΛ - 10/10/2013 - για τον πατέρα μου








Patrizia Valduga, ΡΕΚΒΙΕΜ

Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε νοερή αλληλουχία
σε βλέπω, μόνο, μόνο και αναγάπητο,
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν.
.
Ω, όχι, όχι αυτόν, Κύριέ μου, πάρε μένα,
που πεθαίνω περισσότερο απ’ αυτόν, Κύριε,
λύτρωσέ τον απ’ το κακό και πάρε μένα!
εμένα, χάριν δίκης, πάρε μένα, Κύριε,
για τη ζωή που μέσα μου πεθαίνει,
για τη ζωή που μέσα του ζει… Δίκαιος ει Κύριε,
πάρε μένα, την ανάξια γυνή, που έχω ζήσει,
ως ετοιμοθάνατη, όλη μου τη ζωή...
.
.................................
.
Το «Ρέκβιεμ» της Ιταλίδας ποιήτριας Πατρίτσια Βαλντούγκα, είναι ένα λυρικό ποίημα με 28 ενδεκασύλλαβες οκτάβες, που γράφτηκαν με αφορμή το θάνατο του πατέρα της στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είναι ο μονόλογος μιας κόρης που μετά από απομάκρυνση χρόνων υποφέρει και συμπάσχει πλάι στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα της που ασπαίρει, και στο ρυθμό των στίχων αποτυπώνει κάτι σπασμωδικό, κάτι από την απειλή, την αγωνία και την ανημποριά μπροστά στο θάνατο.
.
Αυτές οι 28 οκτάβες, 28 όσες και οι μέρες νοσοκομείου του πατέρα της, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με επιμέλεια του Νικόλα Κροτσέττι σε μια ιδιωτική έκδοση 73 αντιτύπων, 73 αντίτυπα όσα τα χρόνια της ζωής του πατέρα της.
.
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΟΥ ΦΛΕΒΕΣ, εκδ. 24γράμματα, 2020
.
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου



Πίνακας "Requiem", 1928 - του José Clemente Orozco





Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ο των θαυμάτων πρώτος ξεναγός
.
… κι όταν, στ’ οστεοφυλάκιο,
ανέκραξες: «πατέρα…»,
πατέρα, έπρεπε, το χέρι να σου δώσω…
.
.
«Δώσ’ μου το χέρι να περάσουμε τον δρόμο…»
«Λίγη ησυχία κάνε, ο κόσμος βλέπει την ταινία…»
«Πρόσεχε! πάλι θα χτυπήσεις και θα κλαις…»
.
Χρόνια μετά, στη μνήμη μου, η έγνοια του ακόμα,
η αγάπη μου άσπρα να του βάφει τα μαλλιά,
κι ακόμα η τίμια μυρουδιά του στα ρουθούνια
μετά απ’ το μεροκάματο,
τη σπάνια εκδρομή·
.
που πάει να πει: χρόνια μετά,
τα ελάτια −ακόμα−, τα ψηλά,
ο ήλιος βασιλιάς λαμπρός να του χαμογελάει,
.
οι παρελάσεις,
οι εξοχές,
τα σινεμά,
.
θαύματα που με πήγε.




Στην εικόνα: Με τον πατέρα στο Σέλι (Κάτω Βέρμιον), στις 15/8/1969.








Θάλασσα είναι ~ Νίκος Μυλόπουλος

  Ώρες ώρες οι τοίχοι ξεχνώντας την καταγωγή τους Όμως θα ’θελα τόσα πολλά να σου πω Που δεν θα ’φτάνε μια ολόκληρη νύχτα Και ξέρω πως αύριο...