Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Χαρούκι Μουρακάμι ~ Ο Κάφκα στην ακτή

 "Και όταν η καταιγίδα τελειώσει, δεν θα θυμάσαι καν πώς κατάφερες να επιβιώσεις. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ότι έχει τελειώσει. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: όταν βγεις από την καταιγίδα δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που μπήκε. Και αυτό είναι το νόημα της καταιγίδας."


μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου



Art: Jan Mankes (1889-1920) was a Dutch painter. He produced around 200 paintings, 100 drawings and 50 prints before dying of tuberculosis at the age of 30. His restrained, detailed work ranged from self-portraits to landscapes and studies of birds and animals.His work is now exhibited in his native Netherlands in the Museum of Modern Art Arnhem, Museum Belvédère Heerenveen and Museum MORE Gorssel.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Niels Lyhne ~ Jacobsen Jens Peter (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

 

 

 

 

Το Νιλς Λυν, ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφική χροιά, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που γεννιέται με προδιαθέσεις προς το όνειρο και όχι τη δράση. Αυτό που ονειρεύεται δεν είναι αδύνατο, θα 'πρεπε μονάχα η πραγματικότητα να δεχτεί να μοιάσει με τις εσωτερικές του επιθυμίες. Όμως ο Νιλς Λυν κλείνεται μέσα στο όνειρο. Παρ' όλο που φλεγόταν από την επιθυμία ν' αγαπήσει, δεν γνώρισε παρά μόνο μέτριες ή ημιτελείς περιπέτειες. Φιλόδοξος, πήγαινε από τη μια αποτυχία στην άλλη.

Ο Γενς Πήτερ Γιάκομπσεν έγραψε το βιβλίο αυτό για τους άνδρες και τις γυναίκες που του μοιάζουν, σαν ένα φιλικό οδηγό. Είναι η ιστορία ανθρώπων πολύ εξιδανικευμένων για τον κόσμο όπου έζησαν και για τους έρωτες για τους οποίους υπέφεραν, "ψυχές σκοτεινές και βαθιές που το πεπρωμένο έκλεισε μέσα σ' ένα κύκλο μέτριων δυστυχιών", έγραφε ο Έντμοντ Ζαλού στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης. Τοποθετούσε το Νιλς Λυν σ' "ένα απ' αυτά τα βιβλία που αγγίζουν βαθιά τις πιο συναισθηματικές χορδές της ψυχής".

Την 1η Αυγούστου 1902, ο Ρίλκε έγραφε στον Ροντέν: "Διαβάζοντας για πρώτη φορά το Νιλς Λυν σκόπευα να ψάξω να βρω τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου και να κάνω το παν για να γίνω φίλος του. Ήταν ένα αξέχαστο βιβλίο..." Όμως ο Γ.Π. Γιάκομπσεν είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, "τον σκότωσε το σκληρό κλίμα της σκοτεινής χώρας του", της Δανίας. Εξ αιτίας του λοιπόν έγραψε τότε ο Ρίλκε τα Τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Niels Lyhne ~ Jacobsen Jens Peter

 Μετάφραση: Βασιλάκη Φιφή

Εκδότης ΜΕΔΟΥΣΑ

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

Γιώργος Δρίτσας ~ Ποιήματα [Το ματωμένο όνειρο ~ Εκδόσεις Οδός Πανός]

 

 


 

 

Κατά τύχη

-ξυράφι στην καρδιά β΄

 

Μετεωρίτες έπεφταν 

πάνω στον μικροσκοπικό θόλο.

Οι γυάλινοι ουρανοί

κύκλωναν με βουλιμία

το κάτασπρο πρόσωπο.

 

Το αντίδωρο της αβεβαιότητας

κράταγα σφικτά

μέσα στις χούφτες μου,

καθώς με πλησίασε

ξάφνου οι σάρκες μας

γίναν ένα.

 

Μέσα σε μια πόλη που ερήμωνε 

για χάρη μας,

κάποιος Θεός μάς λυπήθηκε,

και η τύχη κύλησε

με σκέρτσο το κουβάρι της,

κόβοντας το νέο νήμα.

 

 

~

 

 

 

Ο φάρος των δακρύων – ξυράφι στην καρδιά (γ)

 

Κάποτε φάνταζε

σαν μια λιακάδα

μετά από νεροποντή,

σαν μια άσπρη μέρα

μετά από θεομηνία μηνών.

Μέχρι που ναυάγησα. 

 

Πλησιάζοντας μισοπεθαμένος

στον κοντινό φάρο,

βρήκα ένα ψεύτικο πορτατίφ

φτιαγμένο από το δέρμα μου.

 

Όμως δεν ήταν εκεί,

δεν ήταν πουθενά

 

Ίσως ήταν κάποτε εκεί,

όταν την πρόσταζε

το συναίσθημά της.

Αλλά που είναι τώρα;

Τελικά δεν ήταν ποτέ εκεί; 

 

δάκρυσα

 

Το άρρωστο όμως φως

συνέχισε να φέρνει

μπρος μου

- ακατάπαυστα -

νέους ναυαγούς

 

 

Insomnia

 

 Μέσα στο σκοτάδι της σιωπής

αναβοσβήνουν σαν μικρά λαμπιόνια

σκέψεις - μα και προσευχές - 

σαν να πέρασε ολάκερος αιώνας.

Ξύπνημα μέσα από τον λήθαργο

και επιστροφή στην αοκνία,

καθώς η μοχθηρή Θεά τής λήθης

ζυγίζει με κλεψύδρα τις πράξεις μου.

Παραμένω μουδιασμένος και παράλυτος, 

το μικρό διαμέρισμα μοιάζει με φυλακή.

Ένα λιτό και καλοδουλεμένο κλουβί

για δεσμώτες και τσαρλατάνους.

Σαν μικρός μίμος αναπαριστώ βουβός,

παίζοντας από "ασφαλή απόσταση".

Η πόρτα όμως παραμένει κλειστή.

 

"Σάμπως, είχα ποτέ το κλειδί"

 

σιγοψιθυρίζω 



~



Ελευσίνα


Το λεωφορείο απαγκιστρώθηκε

από τις πλαγιές του πεζοδρομίου,

μια νεαρή διοργανώτρια

ανήγγειλε το πρόγραμμα.

Συλλογή υπογραφών.

Από το Σύνταγμα

οδεύουμε το απόγευμα προς την Ελευσίνα

στη γη της "Αγέλαστου Πέτρας",

στη γη των Σαλών,

και του Παναγιώτη Φαρμάκη,

στη γη των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου .

Η Περσεφόνη μελαγχολική ακόμη ακουγόταν

να κλαίει μέσα στο ανάκτορο του Πλούτωνα,

ενώ στα γκρεμίσματα ενός σύγχρονου κόσμου

σίγουρου αρκετά για την πύρρειο νίκη του

έναντι των στοιχειών, 

έβοσκαν τσουκνίδες

σαν μελαγχολικά θραύσματα

ενός μεταβιομηχανικού πλέον τοπίου.

Άφιξη στο παλιό ελαιοτριβείο,

θρύψαλο μιας περασμένης εποχής.

Η παράσταση σε λίγο ξεκίνησε,

μα η καρδιά μου 

έμεινε στα θολά νερά του λιμανιού

τα γεμάτα πετρέλαιο, βενζίνη και σκουπίδια. 



~

 

 

 Ο  ψίθυρος  του  σπηλαίου
 ή δεύτερη διαθήκη


 Πιστέψαμε  στα  πιο  όμορφα  όνειρα
 καθώς  ο  νους  μας  γυρόφερνε
 γύρω  από  μια  ελπίδα.
 Μια  ελπίδα  αθώα  και  παιδική.


 Τα  ξεθωριασμένα  όνειρα  αυτά  θυμάμαι
 κάθε  φορά  που  κοιτάζω  με  αναπόληση
 τις  χαρακωμένες  σελίδες.
 Θυμάμαι  την  οργή,  τον  πόνο  και  την  αγάπη.


 Άραγε  είχε  νόημα  η  πίστη  σε  μια  ιδέα;
 Είχε  νόημα  η  πίστη  στη  ζωή;
 Λόγια  που  δεν  μπορούν  να  γραφτούν
 λέξεις  που  δεν  μπορούν  να  εκφραστούν
 κατακλύζουν  τις  σκέψεις  μου.


 Η  σιγή  του  ημερολογίου  έγινε  καθημερινότητα.
 Τα  παλιά  ιδανικά  προδόθηκαν
 κάτω  από  την  μπότα  του  κομφορμισμού.


 Προσπάθησα  να  αγαπήσω  και  να  αγαπηθώ
 να  πιστέψω  και  να  με  πιστέψουν.


 μάταια


 Η  αλαζονεία  της  μοναξιάς  νίκησε 


 "Άκου  τον  ψίθυρό  μου  από  τη  σπηλιά
 και  απομακρύνσου"




 

 

 


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα ~ Γιώργος Σεφέρης [Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

 

Σεισμόπληκτα παιδιά στον Κύκκο, φωτ. του ιδίου


Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα

Τὸν δ’ ἂνευ λύρας ὃμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος
αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…, μου είπε ο καπετάνιος δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσιτ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.Τρία καρτίνια αριστερά!»Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνοκι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιοκατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.Μη σταθείς ταξιδιώτη.«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρακλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνεςγυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.Χτύπησε η καμπάνα του καραβιούσαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτονταςαλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.«Τούτη η καμπάνα —μέρα που είναι—μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγεροςένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,—σαράντα χρόνια αναβροχιά—ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπουκαι φαρμακερά.Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροικι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφιακι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώραπου σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.Απόδειπνα πάλι η καμπάνακαι βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλληχωρίς μύτη, χωρίς αφτί, προβιά κουρέλι.Έτσι με τέσσερις καμπάνες την ημέραπέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένεςξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλοςχαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.Ωσάν καράβι καταποντισμένοτίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.Γραμμή!Τί να σου κάνουν οι ταλαίπωρεςπαλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτατο αίμα το φαρμακερό των ερπετών.Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.


Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ένα όνειρο και μια εικόνα ~ Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

 



Θυμήθηκα τους χειμώνες σαν μια παραθαλάσσια κωμόπολη με ήπιο κλίμα μα όταν σε χάιδευα το κρύο, κρύο. Η πνοή του χρόνου, παγωμένη σούπα γύρω σου, κομμάτια βούτυρο που επιπλέουν στην επιφάνεια δίχως να λιώνουν. Αυτιά, μύτη, χιόνι. Νιώθεις πόσο ζωντανός είναι ο τοίχος στο πλάι σου, βρύα και πόες σε διάλογο μ´ έναν υπερθετικό άνεμο. Έπειτα σηκώνεσαι από το ειδικό κρεβάτι, το στρώμα που άντεξε για λίγο την αδρανή σάρκα σου τρίζει, και η αντλία βρυχάται με παράπονο. Δεν το κατάφερε (ποιο; - να σε βαλσαμώσει εν ζωή). Τυλίγεις τα σεντόνια στη μέση, τα δένεις σε μια πόρπη, πυκνώνουν τα μαλλιά σου ολόξανθα και διαυγούν τα μάτια απ' την ομοιόσταση. Ξυπόλητη βγαίνεις στη βεράντα, σταχτί το φως της μέρας, ίσως και νύχτα, ίσως και πρωί. Αυτά τα χαλίκια θα σε πάνε στο μονοπάτι τους ως εκεί πέρα, μαύρα κι άσπρα σαν αυγά φραγκόκοτας• τη βροχή περιμένανε να αναπνεύσουν, η βροχή που στάζει σαλιγκάρια τα σίγασε μες στο σαματά, έγιναν ένα άλλο στρώμα, σε κάθε βήμα σπάνε τα καύκαλά τους κι ο αέρας μυρίζει καμένη τρίχα. Αλλά βουβά. Το πεζοδρόμιο ξηλώνεται, οι ελιές στο δρόμο ξαναφυτρώνουν, ίδιες αρχαίες, γεμάτες δάκο και μουχρίτσα, όπως όταν πρωτόηρθες σ´αυτό το σπίτι. Ο τόπος δε χάνει τη μνήμη του, εικόνες αλλάζει και τραγούδια. Βάλε δω την ακίδα σου και χάραξε αμέτρητους κύκλους ζωής. Εκεί στη γραμμή του τέλους, πάντα ο χρόνος θα ξεφλουδίζεται σαν κρεμμύδι. Θα φτάνεις εσαεί στο περιστύλιο ξέπνοη, αλλά πανέμορφη και στητή, με το κορμί ξεδιπλωμένο. Θα έχεις το κερί σου ήδη αναμμένο και θα μπεις στο ναό σαν αρχόντισσα. Θα παραμερίσεις τα παλιά κορμιά και τις στάχτες - εδώ από κάτω ήταν τον παλιό νεκροταφείο της πόλης μας. Στα δεξιά, σαράντα άντρες με κεριά όλα στοιχισμένα προς τον ψάλτη, με κοστούμια τριμμένα, μαύρες γραβάτες και ρεπούμπλικες, θα μουρμουρίζουν ψαλμούς. Αλλά ο γυναικωνίτης έρημος. Ψυχή... Έπειτα θα νυχτώσει με μιας, και το κερί σου θα λιώσει απότομα απ´αριστερά. - "-αυτό είναι το σημάδι!", θα πεις. "-Ήρθε η ώρα μου". Στο χαλί, τα σαλιγκάρια θα στοιβάζονται πίσω σου. Αχ ένας αέρας να βγαινε τώρα τουλάχιστον, μια αναπνοή να πάρεις ολόκληρη δίχως να πνίγεσαι. Μετά θα κοιμηθείς - γαλήνια επιτέλους - έτσι θα σε βρω, παγωμένη εικόνα, γυρισμένη στο πλάι, σαν κομμένη γαρδένια απ´ τον κήπο μας κι έτσι θα σε πάρω ριζωμένη μέσα μου.
 
 
ΚΛ - 27/12/2013 - μια μέρα μετά

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Η Φάτνη ~ Γιώργος Θέμελης [Από την ενότητα Αθύρματα, Η Μόνα παίζει (1961)]

 

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.

Έξω στέκει το σχήμα της –

Μας φανερώνεται.

 

Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,

Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,

Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –

Πέτρα υψηλή, μετέωρη.

Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.

 

Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,

Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι

Σταματημένοι σε μια πτήση

Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.

 

Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.

 

Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,

Με σιωπή απόλυτη, μουσική.

 

(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ

Αυτής της μουσικής, της σιωπής,

Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).

 

Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,

Στον άλλο χώρο∙ αντλούν

Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,

Αγάπη απ’ την αγάπη μας.

 

Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.

 

Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,

Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.

 

Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.

 

Τι τώρα, τι πάντα.

 

Ω καθαρότατη ψυχή,

Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.

 

Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.

 

Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε

Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν

Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.

 

 

Πύλη με τη Γέννηση του Χριστού - 1627 μ.Χ. - Μονή Σιμωνόπετρας, Άγιον Όρος

 

Η Κατερίνα Ατσόγλου μιλά στο clevernews.gr και τη Γιώτα Σάλμα για την ποιητική της συλλογή «Το βάρος της μοναξιάς» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν

  Κατερίνα Ατσόγλου: «Δυστυχώς οι άνθρωποι έπαψαν να διαφυλάττουν και να υπερασπίζονται την αλήθεια των λέξεων» https://www.clevernews.gr/ka...