Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα - Στοχασμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κείμενα - Στοχασμοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

Οι καπνιστές είναι άνθρωποι με πάθη ασίγαστα! ~ Αθανασία Δρακοπούλου


Τα ερωτικά ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου καπνίζουν ( το κάπνισμα δεν μειώνει τη γονιμότητα τους)
όχι με την ένταση της εξομολόγησης, αλλά με την υπομονή της σιωπής.
Η ερωτική εμπειρία στον Ρίτσο δεν εκρήγνυται, διαχέεται. Δεν φωνάζει την επιθυμία της, την υπαινίσσεται, την ψιθυρίζει. Ο καπνός, σ’ αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί όχι ως εθισμός αλλά ως ατμόσφαιρα , ένα λεπτό πέπλο που απλώνεται πάνω από τις καθημερινές κινήσεις των σωμάτων και τις ελλειπτικές εξομολογήσεις των προσώπων. Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο μονόλογος κυλά με αργούς, σταθερούς παλμούς, σαν καπνός που διαγράφει κύκλους σε ένα δωμάτιο μισοφωτισμένο...
«Δεν μιλήσαμε ούτε απόψε, / ανάψαμε μόνο ένα κερί / κι αυτό ήταν όλο».
Το κερί, το φως, η σιωπή , όλα θυμίζουν εκείνο το αργό τσιγάρο που σιγοκαίει μέχρι να σβήσει από μόνο του, σαν τον έρωτα που δεν χρειάζεται δήλωση για να υπάρξει.
Η εικόνα του καπνίσματος επανέρχεται, έστω και υπόγεια, ως ρυθμιστής του χρόνου και του εσωτερικού ρυθμού του ποιήματος. Στον Ερωτικό Κύκλο, διαβάζουμε...
«Καπνίζεις και κοιτάς το χέρι σου, / σαν να μη σου ανήκει. / Το φως δεν αγγίζει τα μάτια σου».
Ο καπνός εδώ δεν είναι απλώς συνήθεια, αλλά συνθήκη ενδοσκόπησης.
Νοσταλγώ τις μέρες που είχα Πατέρα και ωσάν τα κριάρια, αντικριστά, στην ίδια στάση σώματος και με διαφορετική μάρκα τσιγάρων, με τον ίδιο παρορμητικό χαρακτήρα μπορούσαμε να έρθουμε σε ρήξη για το Πολιτικό πρόσωπο, το ερωτικό πρόσωπο και τις φήμες παρεκκλίσεων , της γραφής και της ζωής του Ποιητή...
Ο έρωτας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου υπερβαίνει το φύλο, το σώμα και τον προσδιορισμό., είναι μια βαθιά υπαρξιακή εμπειρία, ένα πάθος που ενώνεται με την ιστορία, τη σιωπή και την καθημερινότητα. Δεν περιορίζεται σε βιολογικά ή κοινωνικά όρια, αλλά αποκτά οντολογική βαρύτητα., είναι ο τρόπος που το ανθρώπινο ον ψηλαφεί τον άλλο, αναζητώντας επικοινωνία, κατανόηση, επιβεβαίωση και λύτρωση.

( Ο Πατέρας ήταν γήινος και υλιστής)
Για τον Ρίτσο, το ερωτικό δεν είναι μόνο η σαρκική επιθυμία, είναι και η μνήμη, η φωνή, το άγγιγμα στο σκοτάδι, ένα βλέμμα ή ένα άδειο δωμάτιο. Στη Σονάτα του Σεληνόφωτος, η αγάπη μοιάζει να υπάρχει περισσότερο ως φάντασμα του επιθυμητού, μια μορφή του απόντος, ο απόηχος, η ψευδαίσθηση...
«Είναι κάτι στιγμές / που οι λέξεις δεν φτάνουν / τότε σωπαίνουμε μαζί».
Εδώ, το ερωτικό βίωμα δεν ορίζεται από το ποιος είναι ο «άλλος», αλλά από το βάθος της σχέσης μαζί του ή ακόμα και από την απουσία του.




Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη ~ Αθανασία Δρακοπούλου

Η ειρωνεία, ένα ξεχασμένο στοιχείο στα χέρια των σύγχρονων τεχνητών.

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη, είναι
ένα μέσο στοχαστικής απογύμνωσης της πραγματικότητας
Η ειρωνεία αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς της καβαφικής ποιητικής, όχι ως εργαλείο σαρκασμού ή ευθυμίας, αλλά ως μέσο απογύμνωσης των ψευδαισθήσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Ο Καβάφης υιοθετεί μια λεπταίσθητη, συχνά υπαινικτική ειρωνεία, η οποία φωτίζει την αμφισημία των ανθρώπινων πράξεων, την αδυναμία υπέρβασης της μοίρας και την τραγική αλήθεια που υπολανθάνει πίσω από τους μεγάλους λόγους και τις πράξεις.
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
Ίσως το πλέον εμβληματικό δείγμα καβαφικής ειρωνείας, το ποίημα περιγράφει μια κοινωνία που έχει εγκαταλείψει κάθε εσωτερική ζωτικότητα και αναμένει παθητικά την έλευση των "βαρβάρων" ως σωτηρία. Η ειρωνεία κορυφώνεται στους τελευταίους στίχους.
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
Η αντιστροφή των ρόλων , όπου οι «βάρβαροι» λειτουργούν όχι ως απειλή αλλά ως απαραίτητοι για την ύπαρξη ενός νοήματος, ενσαρκώνει την καβαφική ειρωνεία., μια κοινωνία σε πλήρη παρακμή έχει ανάγκη τον καταστροφέα για να συνεχίσει να υφίσταται. Η ειρωνεία εδώ δεν είναι σαρκαστική, αλλά αποκαλυπτική, μελαγχολική, σχεδόν μεταφυσική.
«Η Πόλις»
Στο ποίημα αυτό η ειρωνεία αποκτά υπαρξιακή χροιά. Ο ήρωας του ποιήματος επιθυμεί να εγκαταλείψει την πόλη, πιστεύοντας ότι αλλού θα βρει μιαν «άλλη πόλη, καλλίτερη». Όμως ο ποιητής αναιρεί τη δυνατότητα της διαφυγής.
«Η πόλις θα σε ακολουθεί [...]
Πάντα στην πόλι θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις »
Η ειρωνεία εδώ δεν προκύπτει από τη γελοιοποίηση του ήρωα, αλλά από τη διάψευση των προσδοκιών του. Η «πόλις» δεν είναι μόνο ο εξωτερικός χώρος, είναι το σύνολο των εσωτερικών αδιεξόδων, των επιλογών, των ενοχών και της μοίρας του υποκειμένου. Η φυγή είναι ψευδαίσθηση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδράσει από τον εαυτό του.
«Η Σατραπεία»
Η ειρωνεία σε αυτό το ποίημα λειτουργεί περισσότερο υπαινικτικά και υπονομευτικά. Φαινομενικά, πρόκειται για έναν ύμνο στην ηθική υπεροχή ενός προσώπου που αρνείται τις ηδονές και τις εξουσίες της ζωής, προκειμένου να διαφυλάξει την ελευθερία του. Όμως ο Καβάφης, με εξαιρετική δεξιοτεχνία, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτός ο ηθικός ηρωισμός να μην είναι τίποτε άλλο από μια εκλογίκευση της αποτυχίας.
«Μήπως και ήσαν άλλως άξιοι - τι ζωή κι αυτή -
το δύσκολο, το σπάνιο εκείνο ν’ αρνηθείς,
της σατραπείας τα ψεύτικα μεγαλεία.»
Η λέξη «ψεύτικα» λειτουργεί εδώ διττά., είτε ως επιβεβαίωση της ματαιότητας των σατραπειών είτε ως εσωτερική παρηγορία αυτού που δεν τις απέκτησε ποτέ. Η ειρωνεία του Καβάφη δεν διαψεύδει την ηθική αξία της άρνησης, θέτει όμως ερωτήματα για τα κίνητρά της.
Στην ουσία , δεν είναι εργαλείο προσβολής ή επίδειξης ευφυΐας. Είναι ένα φιλοσοφικό βλέμμα πάνω στον άνθρωπο, ένα μέσο ενδοσκόπησης και στοχαστικής αμφιβολίας. Στην καβαφική ειρωνεία διακρίνεται ο πόνος της επίγνωσης, η αβεβαιότητα των κινήτρων και η τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας.






Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...