Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Μάντζιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τάσος Μάντζιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024
Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2023
Τάσος Μαντζιος ~ Ποιήματα
Λένε αντίο.
Ύστερα,
γυρίζουν τις πλάτες.
Ύστερα,
φεύγουν.
(Κι έχει παντού,
μια γεύση πικραμύγδαλου.
Έχει μια μυρωδιά, παντού.
Σφαγείου).
Από "Τα οξέα του ποιήματος"
Ο ΤΡΟΠΟΣ
Ήρθα για κείνα τα τσιγάρα
που μου΄κλεβες μικρός,
είπε.
Έχει περάσει πια
πολύς καιρός
κι ακόμα μένει ανάμεσά μας
αυτή η εκκρεμότητα.
Έχει περάσει πια,
πολύς καιρός.
Δεν είχε, σίγουρα, η σχέση μας
ποιότητα.
Δύσκολος ήσουν γιος
κι εγώ,
δεν είχα τρόπο
-ομολογώ,
δεν μπήκα καν στον κόπο-
μα,
να το ξέρεις,
έκανα πως δεν έβλεπα
μ΄εκείνα τα τσιγάρα.
Ήταν αυτή η δική μου
τρυφερότητα.
Έχει περάσει πια πολύς καιρός,
άλλαξαν βήμα οι εποχές
μη σε κρατάνε πίσω
του παρελθόντος αμυχές,
ό,τι αγαπάς,
μην το αφήνεις να βαλτώνει.
Τον τρόπο ψάξε εσύ,
σκύψε, τον τρόπο μέσα σου
και βρες.
Ο γιος σου, μεγαλώνει.
ΚΑΛΥΨΩ
Το χέρι έβαλε αντηλιά.
Τον κοίταζε
που έφευγε.
Πώς θάμπωνε αργά,
Στον δρόμο πέρα,
μια κουκίδα.
Τον κοίταζε που έφευγε.
Τα μαύρα έβαλε γυαλιά.
Και πάλι, μόνη.
(Θαρρείς
πως είσαι προορισμός
κι είσαι,
μονάχα ένας σταθμός,
στου δρόμου τους τη σκόνη)
ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΕΦΗΜΕΡΟΥ
Καλύτερα είναι έτσι.
Καλύτερα,
που τη σωστή τους
έχουν πια,
διάσταση
τα πράγματα.
Χωρίς υπερβολές.
Χωρίς ταμπέλες.
Χωρίς το βάρος
του φθαρτού
και του εφήμερου.
Του εφήμερου και του φθαρτού,
με τον καιρό που χάνεται
μοιραία.
Καλύτερα,
που τη σωστή τους έχουνε πια,
διάσταση,
τα πράγματα.
Τώρα, μπορώ να βγω
και να το πω.
Εγώ,
είμαι η Ελένη.
Η Ελένη είμαι,
να το πω,
σ΄εκείνους που κοιτούσανε
μονάχα
το Ωραία.
![]() |
Λίμνη Πλαστήρα Photo: Erina Espiritu |
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022
Το ημιτελές τους - Τάσος Μάντζιος
οι Έρωτες που δεν ευδοκίμησαν,
όσοι δεν αξιώθηκαν
Αγάπες
να γίνουν,
γίνονται άνθρωποι.
Χλωμοί.
Σκιές γίνονται.
Καταδικάζονται
στην αιώνια δίψα.
Με τα ενδύματα, πορεύονται
της θλίψης.
Οι Έρωτες
θρηνούν
το ημιτελές τους.
Το παρόν, νηστεύουν.
Τη μέρα λαθροβιούν.
Όμως,
την νύχτα,
ανοίγουν κρυφά το ψυγείο.
Τσιμπολογάνε
Παρατατικούς και Αορίστους.
Τσιμπολογάνε
ονόματα.
Στιγμές.
Την νύχτα,
κοιτούν με νοσταλγία τον ουρανό.
Νευρικά, καπνίζουν.
Ξαναθυμούνται
τα ουράνια τόξα τους.
Την εποχή της αμβροσίας
ξαναζούν.
Για λίγο
εξαϋλώνονται.
Κι ύστερα,
πριν το λυκαυγές,
πριν του αλέκτορος την έγερση,
σαν σφίξει η ψύχρα,
ξαναγυρνάνε.
Συστέλλονται.
Ρίχνουνε βιαστικά στους ώμους τους
ξανά
το σάρκινό τους ένδυμα.
Τον δεινό Ενεστώτα τους.
Τον χλωμό Μέλλοντά τους.
από την ποιητική συλλογή Τα οξέα του ποιήματος, εκδόσεις "ευ"
Charles Webster Hawthorne (1872-1930), Οι ερωτευμένοι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου
Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...
