Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Αφορισμοί ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 

ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ


Πάντα θα μένεις να κοιτάς
τα καρτ ποστάλ
που θα σου στέλνουν
φίλοι και εχθροί.
Θα ζεις γιορτές
και θα εύχεσαι περαστικά.

〰〰〰〰〰〰

Ο άνθρωπος και ο καιρός
στις φουρτούνες φαίνονται
τις άλλες ώρες μαγεμένοι
απολαμβάνουμε τη γαλάζια
γαλήνη τους

〰〰〰〰〰〰

Υπάρχει ζωή;
ναι

μα κρύβεται κάτω από τσαλακωμένες συνειδήσεις
και πνίγεται στον ιδρώτα του μόχθου

〰〰〰〰〰〰

Δεν έχω τίποτα να προσθέσω
στις αφαιρετικές του καιρού
έμμονες ιδέες

〰〰〰〰〰〰

Εσείς που κάνετε το ψέμα αλήθεια
σταθείτε για μια στιγμή
λυπηθείτε το αίμα που θα χυθεί
από τις μάχες που θα προκαλέσετε




Ατσόγλου Κατερίνα, Συμβολισμοί, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2020














Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Κόρη διεσταλμένη - Ξανθίππη Λευθεριώτου


οι λέξεις 

Σταγόνες χρώματα
θα λες
οι λέξεις
πως ήτανε διαμάντια
στο στέμμα σου
μικροί αγέννητοι πρίγκιπες.



Με το όνομά της

Δεν έδωσε στο παιδί το όνομά του.
Πέρασαν εβδομάδες και χρόνια
στην απομόνωση.
Χρειάστηκε μόνο ν' ανοίγει πού και πού
τις γρίλιες για το φως
το γκαζάκι για τις μολότωφ
το γόνατο για τις αγρυπνίες
το πιρούνι για να βγάζει τα μάτια της.

Κι εκείνη η Άνοιξη ερχόταν ξεδιάντροπη,
ορμητική
με κόκκινα και ροζ και πορτοκαλιά
στα πάρκα της.

Στις άκρες της τα δάχτυλα έτρεμαν
απ' το φόβο του κενού
της κάμπιας τη φαγουρόσκονη.

Βάθρο ψηλό και βαθύ
φυτρωμένο
δεν έλεγε να ξεραθεί
Τόσες φορές που το τράβαγε
άλλες τόσες ρίζωνε.

Το δήλωσε με το όνομα 
και το επώνυμό της.



Όπως θάλασσα

-Άνοιξε το παράθυρο και κοίταξέ με...
-Όπως χορτάρι, πουρνάρι και σκίνο;
-Όπως θάλασσα. Πνίγομαι.



Μην είναι η αγάπη

μια κόκκινη διάτρητη 
Πανοπλία;
Δε θέλω αίματα - είπες - 
Σπρώξε τα μολύβια στο πάτωμα
Βγάλε τη γλώσσα
στο Νι
μπροστά απ' τα χειλικόληκτα
και βάλε κραγιόν
στα σημεία στίξης.

Δε θέλω αίματα
- είπες - 
κι έβγαλες απ' την τσέπη
το αναισθητικό
- δίκην προφυλακτικού - 

Ο παράδεισος τελειώνει
μ' ένα ω-μέγα
κι ο πόθος να φυλάει το φόβο.

Οχυρώνομαι δεν οχυρώνομαι
Αυτή ανοίγει το πορτόνι
και σκάει από παντού.



Η πόλη είναι κόρη

Η κόρη της κυρά-Κατίνας
Καρυάτις
στην Ομόνοια
Έκανε ντους κάθε πρωί 
στο συντριβάνι
Κρεμούσε τις παντόφλες της
στο ΜΠΑΓΚΕΙΟΝ
και ανέβαινε ξυπόλητη
στ' Αναφιώτικα.

Μια μικρή δόση έρωτα στα Εξάρχεια
ήταν ικανή
να βάλει μπουρλότο
στους κάδους καθαριότητας
Να κολυμπήσει
στα χημικά και στ' απόβλητα
Να στήσει οδοφράγματα
στη Βαλτετσίου.

Τη βρήκαμε αναμαλλιασμένη
Πειραιώς και Ζήνωνος.
Είχε ακόμη στα χείλη της
εκείνο το κλασσικό μειδίαμα
Κόρης



Μη μου άπτου

Δε λέω, με βόλεψε η απαγόρευση
Έβγαλα και τ' αγκάθια απ' τα τριαντάφυλλα
Άνοιξα και το αποσμητικό χώρου
Πήρα απ' τις πασχαλιές το μωβ
Ένας ωραίος κάμπος τεντώθηκε στο σεντόνι μου
Δεν ήταν το φλογερό του alizarin που ήθελα, 
μα βόλεψε γρήγορα κι αυτό
Σε λίγο θα κοβόταν η κυκλοφορία στους δρόμους...
Φωτογραφίες μόνο 
ολόσωμες ανφάς - προφίλ
Επιθυμητές
Φιλιά - πολλά φιλιά - γλυκά φιλιά.
Η πόλη κάθε μέρα μεγαλώνει στα σπλάχνα μου
- είπες -
Παίρνω βαθιά αναπνοή και βουτώ
- σου είπα - .
Η πόλη ανασαίνει στους χτύπους σου 
Μπαίνεις με το τζάμι κλειστό
Καθρέφτης έχει γίνει το μπλε σου
"Μη μου άπτου" 
- είπες -
κι έβαλες το δείκτη στα χείλη. 



Υπερμετρωπία

Σαν ζύγωνε το βράδυ
άπλωνε την πετσέτα στα γόνατα
και μια λεκάνη νερό
για τα πόδια του.
Τα χέρια δεν τα κοίταζε ποτέ
ήταν τα ίδια
αυτά που είχε ράψει
το χάδι της.
Τα πόδια μόνο κοίταζε
τη σούστα απ' το σουμιέ
τα ελατήρια απ' το στρώμα
τις γρίλιες απ' την κάμαρη
και το βραχιολάκι της
με το κοχύλι πατημένο
στο πάτωμα
που όλα τα είχε δει.



Εκδόθηκες;

Ρωτούσαν οι αθεόφοβες.



In Vitro

Η κόρη 
Ήταν διεσταλμένη
Η βλεφαρίδα ακίνητη
Ο σφυγμός τρελός.

Έβαλες το δάχτυλο στο μάτι μου
να δεις
αν ξεψύχησα.



Άνυδρα

Να με στερείς
κάθε άγγιγμα
κάθε πηγή χαράς

Άνυδρα ωριμάζουνε
οι στίχοι του πάθους 



Κόρη διεσταλμένη

Στη γραμμή που έτρεμε
το φως
Κόρη διεσταλμένη
μάτια γλαρά
βασιλεύοντα 
Εσύ
Κολύμπησες στο πέλαγος
των μικρών θανάτων σου 
κι εγώ
στ' αποκαΐδια της χίμαιρας.





Εκδόσεις Cinnabar





Ζωγραφική
Ξανθίππη Λευθεριώτου
Ακρυλικά σε καμβά (60×60)









 



 








Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

Ὁ γκρεμιστής ~ Κωστής Παλαμάς


Στον Ίωνα Δραγούμη


Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!








Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Σκέψεις ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 
Όλα είναι ένα φύσημα τ΄ανέμου
ή ένα κύμα σε μια έρημη ακρογιαλιά
Όλα είναι μια σκέψη που διέσχισε την ύπαρξη
με ταχύτητα φωτός

Είναι οι σκέψεις της Ερίνας














Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Stanza ~ Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

 


ευθαρσώς και στα ίσα

Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά - ωραίο πρόσωπο, 
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγο πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.

Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες, 
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα. 



ουδόλως ντρεπόταν

Να εξηγούμαστε:
ουδόλως ντρεπόταν για τα καράτια στα φτερά του,
ίσως γι' αυτό να πέθανε
άγγελος μόνο
μόνο άγγελος

σε ράφι βιτρίνας με θέα.

Σαν πιάνει η άνοιξη κι η περσεφόνη, ψάχνω τους από μη-
χανής θεούς μου και τ' αγάλματα, δηλώνει αγωνιωδώς και
αμέριμνος. Και κείνη την αντηλιά την όλο νάζι.

Έξω οι άνθρωποι τρώνε αμίλητοι. 



τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά

Και τότε εσύ - για σένα μιλούσαμε πριν, 
τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά, να λες,
τι τα φτενά τους δόρατα, τι τα καλοθρεμμένα
ούτ' ένας αίας καταγής, ούτ' ένας τεύκρος κάτω, 
τέτοιοι ψηλοί αστράγαλοι εμένα με λιγώνουν.

Στη γωνία ένας τουρίστας περιμένει το καράβι για το 
                                                                      Πέραμα.
Στη στέρνα ένα σκυλί σαλιώνει το γυαλάκι στην πατούσα του.

Αμφότεροι καρτερικοί.
Αμφότεροι εναγωνίως.



αυτός ο Ονήσιλος

Λοιπόν
α υ τ ό ς 
ο Ονήσιλος, 
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.



Ίκαρος

Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)

-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.

Έχει προηγηθεί ο ήλιος.



επιλαθού

Ωστόσο
Όλο και πιο συχνά ξυπνώ με τα μάτια και τα πόδια πρησμένα.
Είναι που στον ύπνο μου βλέπω ταινίες με λάμπουσα πόλη εμένα.

Δεν είμαι του αλεξανδρινού η πόλη εγώ, δεν είμαι του πολύτροπου.
Δεν είμαι του περιπτερά, σόλωνος και ασκληπιού γωνία.
Είμαι απλά μια πόλη με μεγάλη οθόνη και άσπρο χασέ.
Από τις δίπλες του εμφανίζεται ένας κένταυρος σε σχήμα πουλιού.
Τον λεν επιλαθού και έρχεται για να αναγγείλει.

Γυμνοί αλλάζουμε σταθμούς, μα εις μάτην.



μη και σε ντύσουν ελαφρώς

Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι; είπε και
άρχισε να γδύνεται σχεδόν απρόσεκτα, σχεδόν προκλητικά, 
σχεδόν με τον τρόπο του Ιούλη στο ακρογιάλι, ξεκινώντας, 
σε κάθε περίπτωση, από το κασκόλ, τα όστρακα και τις 
λειχήνες, και τότε, ω τότε, θυμήθηκα το σώμα σου και πώς
εξοστρακίζονται οι λέξεις στο λαιμό σου μη και σε ντύσουν
ελαφρώς - 

                                                        καις.

Μήνες τώρα ο Ιούλης επιστρέφει καιόμενος.




δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί

Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.

Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο
κι εσύ μου μιλάς για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου -

τι άλλη απόδειξη θέλεις;

Καμία.




πώς φεύγεις;

Πώς φεύγεις πριν φύγεις;
Πώς ήρθες πριν νάρθεις;

(έχε μαζί σου σακ-βουαγιάζ και επιρρήματα)




τη θάλασσα, λέει 

Τη θάλασσα, λέει.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;
καθώς
στα πόδια μας ανηφορίζει ένας καημός και ένα καράβι της γραμμής ανεπιφύλακτο, πλέει για λίγο και τινάζεται, μουσκίδι ο άνεμος και οι φτενές τζαμαρίες και τα λευκά ποπ κορν του μικροπωλητή - ματαιότης ματαιοτήτων, εξανίσταται.
Τη θάλασσα, λέω.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;



επέστρεφε

Ώρα εβδόμη πρωινή.
Επιμένεις να σε διεκδικούν προστακτικές,
όπως, για παράδειγμα,
σβήνε (το) φως και επέστρεφε.
Στον απέναντι τοίχο, φλυαρεί ένα κάτοπτρο.
Ολόσωμο. Σχεδόν αναθηματικό.







“stanza”, εκδόσεις Gutenberg 2021




Photo: Maria Kant “Statue and asphodels”
Βάμος Αποκορώνου, 2018




Ο χορός του κορυδαλλού ~ Νικηφόρος Βρεττάκος

 


Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».

Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά
σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.

Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.

Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.

Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.





«Ο χορός του κορυδαλλού», ποιητική συλλογή «Ο Χρόνος και το Ποτάμι» [1957]










Συμπόσιο - Ερρίκος Μπελιές

Χορέψανε τον κόρδακα οι εταίρες επιπλέον ήταν και το μεθύσι οι σκλάβοι με τα κεφάλια και τα φρύδια ξυρισμένα κάποια κουβέντα για τη φοβερή ε...