Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2025

Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 

Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές
και τα σεντόνια μου αλμύρα.
Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα
και στα όνειρα ζούσα συμφορές.

Τεμαχισμένα κορμιά με κοιτούσαν
με μίσος κι απορία.
Ζητούσαν να καταλάβω μιαν άδικη μοίρα
και πως στη ζωή ευτυχισμένος δεν είναι
εκείνος που χαμογελά.

Τώρα, χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές
κάποιο σημάδι να έχουν οι μόνοι
να νιώθουν πως κάποιος τους νοιάζεται
κι ας μην τους σώσει ποτέ.




Το βάρος της μοναξιάς, εκδ.Βακχικόν, σελ.9


η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο 




Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025

Ωδή ~ Κατερίνα Ατσόγλου


Προσεχτικά κλειδώνει τα συναισθήματα

Έτσι η ζωή κυλά ήσυχα

Τα κρεβάτια μένουν άθικτα και τα χαμόγελα στεγνά

Είπες θα 'ρθεις ο κόσμος να χαλάσει
Είπες θα 'ρθεις κι όλοι οι ποιητές γράφουν ποιήματα δίχως τέλος

[1]




Φωτ. sara.robin



Τρίτη 19 Αυγούστου 2025

Κοχύλι - Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα


Στη Νατάλια Χιμένεθ

Μου έφεραν ένα κοχύλι.


Μέσα του τραγουδάει
μια θάλασσα χάρτης.
Την καρδιά μου
γεμίζει νερό
με ψαράκια
σκουρόχρωμα και ασημένια.


Μου έφεραν ένα κοχύλι.




Μεταφράζει η Ξένια Κακάκη






Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα Σερρών, 1932 - Αθήνα 7 Αυγούστου 2014) - Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν

 


Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν

γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας.

Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη.

Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ' στα αδειανά φωνήεντα

κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα

και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού

και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους.

Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο

βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά

πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων

όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά

μιλάει μόνο με σήματα

μέσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς

στις φαντασμαγορίες του τίποτε.

Έτσι κι εμείς αδειάσαμε

και μας ψεκάσαν με αναισθητικό

έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο

— αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... —

κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο.

Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές

σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό

Αλλά το τρομερό καραδοκεί.

Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ' στην τέχνη

αυτό

το ανθρώπινο

αυτό

κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει.


(Εν γη αλμυρά, 1996)





Πέμπτη 10 Ιουλίου 2025

Θάλασσα είναι ~ Νίκος Μυλόπουλος

 


Ώρες ώρες οι τοίχοι ξεχνώντας την καταγωγή τους
Όμως θα ’θελα τόσα πολλά να σου πω
Που δεν θα ’φτάνε μια ολόκληρη νύχτα
Και ξέρω πως αύριο το πρωί θα ονειρευτώ
Τους πέντε δρόμους που ούτε αριθμοί δεν υπάρχουν
Κι όλοι οι φίλοι άλλαξαν δουλειά, γίναν ψαράδες.
Άλλος καμάκι, άλλος φανό μάς κυνηγούν
Και πάλι γλιτώνουμε την τελευταία στιγμή
Μισόπνιχτοι μες στων εχθρών τα δίχτυα.
Καιρός να πάμε στη γριά
Που στα νιάτα της τη φώναζαν Κίρκη
Εσύ καρίνα. εγώ κουπί
Θάλασσα είναι, θα περάσει.
Μας επέτρεπαν να γράφουμε πάνω τους

«Οι εραστές πάντα σιωπούν» (2007)

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Ελένη Νέστορα ~ 3 Ποιήματα


Fabienne Verdier







θ' απλώσω τη θάλασσα στο τραπέζι 
να βρέχει τα λόγια με τα κύματα 
να πνίγει τις σιωπές 
ν' ανασταίνει των φθόγγων τους ήχους 
να σχηματίζονται οι λέξεις 
να φέρνει από μακριά τ' άρωμα μιας μέρας που δεν ξημέρωσε


στο κατώφλι ύστερα 
των αχινών τα κελύφη θ' απομαζέψω 
εκείνα τα διάτρητα από αμάχης πάλη λάφυρα

έτσι τα μεσημέρια του καλοκαιριού 
θ' αναθυμούμαι 
πως σαν καταπιείς τ' αγκάθια τους 
το πιο όμορφο αξιώνεσαι 
σώμα της αγάπης


με τον καιρό θα ξεχαστούν 
οι άγονες μέρες 
καθώς θα πλέκω τες καινούριες φορεσιές 
κι η Γοργόνα θα' χει μάθει πια την αλήθεια

καμιά ερώτηση αναπάντητη δε θα σκάει στα βράχια




***********



η μνήμη 
η θάλασσα 
η μνήμη της θάλασσας 
η θάλασσα της μνήμης

παιχνιδίσματα μεσημεριού 
μπροστά σ' ανοιχτή πόρτα 
θερινής κατοικίας ονείρων 
παρά θίν' αλός



***********



η θάλασσά μου χωρά σ' ένα βότσαλο 
το βότσαλο- ίσα με τη χούφτα μου
χωρά στην τσέπη μου

μέσα της έχω ανοίξει μια τρύπα
- ίσα με το βότσαλο 
κείνο γλιστρά και χάνεται σαν και τη θάλασσά μου

να τη βρίσκω πρέπει ξανά

- τώρα που μεγάλωσα πώς λιγοστέψαν τα παιχνίδια!





.



Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

Ύμνος του μεγάλου Nόστου-Σικελιανός Άγγελος (14 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951)

 


Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα·
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ' αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ώς το λαιμό τρανά·
που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού...
Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ' όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή...
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική...
Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
Kαι πίσω από τ' απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς ― παρόμοια, ακέρια
σα να 'σερνα φυλή,
απ' τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π' αδράζεται απ' τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!...
Nυχτιές αφέγγαρες, θερμό που με γεμίσατε αίμα,
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε ― αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό ―
και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
K' εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κ' εσύ πυρρή π' ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ' ουρανού·
του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
του νου μου η αγκαλιά!
Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν' ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Nαι,
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό...
Tου Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό.
Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
κι όλ' η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
προς τ' άστρα ν' ανεβώ!
Kυλά φωτιές ο Ωρίωνας· κι ο Δίας είν' ένας θρόνος·
κ' η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε 'γγίζει ο Xρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός...
Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
σαν απ' της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
Όργιο βαθύ! Στον πάγκοσμο παλμό σου, μες στο νέο
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ' ανήκουστην ορμή,
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ' ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ' άρματα του νου!
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ' τον πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός...


[από τον Λυρικό Bίο, B΄, Ίκαρος 1966]






Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Αφροδίτες 2016 ~ Στρατής Φάβρος



Ήταν μια εποχή στην άκρη της μοναξιάς 

Καθόμουν κάθε βράδυ κι αφουγκραζόμουν 

το χτύπημα του αγέρα όπως έμπαινε μανιασμένος

στη θάλασσα, άκουγα γόους μακρινούς 

σκηνών που δεν έζησα 


πονούσε η γη  αβάσταχτα

και τα μοιρολόγια ξεπρόβαλαν 

ολοένα ανόητα 

σαν μια ανούσια εκζήτηση


Η θάλασσα, η άσβεστη 

πεινασμένη θάλασσα 

δεν είχε χορτάσει 

ακόμη από πτώματα 


Είχε αρχίσει αυτή η μοναξιά 

να μου γίνεται συνήθεια 

καθώς συνοδεύονταν από

ένα διαρκές παραμιλητό

για πράγματα που ποτέ δεν θα λέγονταν 

και που κρύβαν στον κόρφο τους

την οίηση της αλήθειας


Είχα μέσα μου χρίσει στέρεη μιαν απάτη

Αυτή ήταν η ανάγκη μου 


Κι ο έρωτας που κατοπινά έλαμψε 

για μια στιγμή στον ορίζοντα 

σαν μαργαριτάρι που καίγονταν στη μαύρη νύχτα

ένας φυσικός σπασμός μια ακούσια διαφυγή

από αυτό το θαλάμι θανάτου






Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Η Λογική ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 

Τα παράλογα να δούμε λογικά
και τη σιωπή μαγεία
μα τι νομίζεις πως είμαστε εικόνες για τάματα και προσευχές;
Το τίποτα να κάνω νησί στον ωκεανό
και τις λέξεις σου πέταλα μιας ανθισμένης βουκαμβίλιας
Αυτή είναι η λογική












Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Αφιέρωμα στον Πατέρα [Α']


O Γουίλιαμ Τζάκσον Σμαρτ και η κόρη του Σονόρα 
σε άρθρο της εφημερίδας The River Press


Κ.Π.Καβάφης, Ιερεύς του Σεραπίου


Τον γέροντα καλόν πατέρα μου,

τον αγαπώντα με το ίδιο πάντα·

τον γέροντα καλόν πατέρα μου θρηνώ

που πέθανε προχθές, ολίγο πριν χαράξει.

 

Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα

της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ

εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,

εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθεια μου

η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται

τους αποστρέφομαι. — Αλλά τώρα θρηνώ·

οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου

μόλο που ήτανε — φρικτόν ειπείν —

στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.

 

[1926*]




1926: Alexandria Railway Station, Egypt.




Νικηφόρος Βρεττάκος, Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι

Εδώ περιφέρονται κ’ οι σκιές των προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρώ πως ανοίγει
του μεγάλου, ακατοίκητου παλιού μας
σπιτιού το παράθυρο ο πατέρας μου.
Πως βγάζει σιγά-σιγά το κεφάλι, βγάζει
το χέρι. Με το μεγάλο του δάχτυλο
μου δείχνει στο βάθος κάτι
σαν όνειρο, κάτι σαν ένα περι-
πλανώμενο, άπιαστο, ουράνιο τόξο.
Τον ρωτώ
αν αυτό που βλέπω μπορεί να είναι
η ειρήνη. Με ακούει και αθόρυβα,
χωρίς ν’ απαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
το παράθυρο πάλι ο πατέρας.




Νικηφόρος Βρεττάκος



Γιώργος Τζιας, Πατρός του Αγίου

Στην αγκαλιά του Ήφαιστου μεγάλωσες.
Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι.
Σφυρί, καλέμι και φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια.
Δούλεψε παραγιέ δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στα υπόγεια φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου.
Στράντζα και κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα.
Μουντζούρα, ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα.
Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στο παγωμένο μέταλλο ξέσπασε η οργή σου.
Η τέχνη των μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου.
Στα ροζιασμένα χέρια σου εφώλιασεν η γνώση.
Δούλεψε άνθρωπε δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μπέσα, αντριλίκι και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου.
Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα σου.
Της λαμαρίνας γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας.
Δούλεψε μάστορα δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μάστορα, φίλε, αδερφέ, της εργατιάς καμάρι.
Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς πατέρας.
Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας απάγκιο.
Δούλεψες μάστορα δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους.





Είμαι σαν Εσένα - Κατερίνα Ατσόγλου [19/06/2016] 

Πατέρα
ακόμα σε αναζητώ
δεν με κατάλαβες ποτέ
ούτε εγώ εσένα.

Στέκεσαι σιωπηλός
στέκεσαι μακριά μου
δεν έτρεξα ποτέ
στην αγκαλιά σου.

Σκληρός σαν το μυστρί
που μας έθρεψε
και καθαρός σαν το νερό
μες τον ασβέστη.

Πατέρα μου έλειψες πολύ
ήθελα στον αέρα αγκαλιές
και βόλτες με ποδήλατο
ήθελα να έχω χρώμα ροζ για 'σένα...

Είμαι σαν εσένα
σκληρή και μόνη!


Διαμαντόπουλος Διαμαντής (1914 - 1995)
Σοβατζής, 1949, Μεταξοτυπία , 59,5 x 49,2 εκ.





Γιάννης Βαρβέρης, Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς

Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
– Είσαι καλά; Του λέω.
– Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
– Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
– Δεν πίνεις; Ρώτησα.
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…


 Γιάννης Βαρβέρης 


Ανέστης Ευαγγέλου, Υπεραστική συνδιάλεξη

Εχτές το βράδυ μου τηλεφώνησε
ο πατέρας μου.
Στείλε μου μερικά
πενηνταράκια ούζο, μου είπε,
και καναδυό κούτες τσιγάρα
σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια
να σας συλλογιέμαι.
Και -να μην
το ξεχάσω- και πεντέξι δίσκους
φωνογράφου μ`εκείνα τα παλιά, ξέρεις,
ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά.
Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες
και που να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια
της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ` ουρανού.


Πηγή: Ανέστης Ευαγγέλου «ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1956-1986, σελ.234, Εκδόσεις Παρατηρητής









Μάρβιν Παυλίνα, 2016
Ο πατέρας μου καμιά φορά, γίνεται υπερβολικός. Ρώτησε τις προάλλες το νεκροθάφτη αν βλέπει συχνά ποντίκια στους τάφους επειδή το βρήκε τόσο θλιβερό τα σώματα που αγάπησε να τα μασουλάνε τα ποντίκια. Σαν παιδί μάζεψε τσιγκάκια από τα γυάλινα μπουκάλια της πορτοκαλάδας και αναμετριόταν με τα γειτόνια ατελείωτες ώρες. Θα 'θελε, λέει, να έχει αναλώσει λιγότερο χρόνο στο παιχνίδι των δρόμων. Του είπα πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από εκείνην του παιδιού και πως εκείνος την έχασε πια για πάντα. Στο παιδικό μου ημερολόγιο έγραψα «μην ξεχάσεις ποτέ τι σε κάνει να διαφέρεις από τους μεγάλους» αλλά δεν έγραψα τι. Ο πατέρας μου είπε πως είναι τώρα πιο χαρούμενος από ποτέ. Πιο πολύ κι απ' όταν ήταν παιδί. Τον ρώτησα δύσπιστα γιατί. Μου απάντησε πως δε θυμάται πια ποιο απ' τα δυο του πόδια έχει χειρουργήσει. Κάποια πράγματα, δεν είναι ποτέ εκτός θέματος. Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου, Κίχλη, 2016




Πέμπτη 12 Ιουνίου 2025

Τα Παράθυρα ~ Κ. Π. Καβάφης





Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)






Τρίτη 3 Ιουνίου 2025

Το εμπόρευμα ~ Λευτέρης Πούλιος


ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ, ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 1974 





Είμαι δεσμώτης κάτω από την υψηλή δικαιοσύνη ενός
χαμόγελου και θλίβομαι άμετρα για τον πλανήτη
που 'χασε όλη την αγνότητα
λουσμένος στον κατακλυσμό της ανθρώπινης μωρίας.

Φτηνά ή ακριβά όλα πουλιούνται. Καθετί γίνεται
για να πουληθεί και να πουληθεί γρήγορα.
Ο άνεμος και το κύμα από τους εμπόρους πουλήθηκαν.
Ό,τι γεύτηκαν η ευγένεια και το έγκλημα, ό,τι γνωρίζει
ο έρωτας και η καθημερινή επιθυμία των όχλων,
έχει πουληθεί. Ό,τι η τέχνη
και η επιστήμη αναγνώρισαν, έχει πουληθεί.

Οι ξαναμμένες κραυγές των οδών, εφαρμογές
και ιδέες έχουν πουληθεί. Κάθε πράμα
έχει την αξία του στην αγορά. Τα βρόμικα
εσώρουχα της Μπαρντό αξίζουν όσο ένας Ρέμπραντ.

Η αναρχία των μαζών προβάλλεται στις βιτρίνες
των καταστημάτων. Έχουν πουληθεί τρελά μυστικά
για κάθε ακολασία.
Όλοι δίνουν νωρίς την παραγγελιά τους.


(Ο γυμνός ομιλητής, Κέδρος, 2001)

Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...