Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Λουκόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Λουκόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Αφιέρωμα στον Πατέρα [Β']

 

Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, V. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ο πατέρας,
βουνό που ραγίζει
Ένα βουνό που κλαίει την ήττα του
Bροντή που θυμώνει
Ντέους, Θεός,
Μη λες τ' όνομά του
επί ματαίω
Οιδίπους
Ο πατήρ, η μικρή του Αντιγόνη,
Ο πατέρας των παιδιών μου
Αβραάμ γυμνός από βιβλικά στολίδια,
Γυμνός.
Πώς μπορεί
Να ζει ο πατέρας
Γυμνός εκεί πάνω στο λόφο;
Πώς ξύπνησες
Περιστέρι μου, γεράκι μου
Πού είσαι;
Ο πατέρας σου
Χάθηκε στη μαύρη γη
Το γέλιο του
Το φοράς
Κάθε πρωί
Για να κοιτάζεις
Τη βροχή και
Τους ανέμους.
Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες
Ίσως κοιμούνται κάτω από
Την ιστορία τους.
Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, Χρώμα μελαχρινό, εκδ. ΑΩ, 2020






Αγγελική Γιαννέλου, Η Ημέρα τού πατέρα
(Μνήμη τώρα)
Τα μαύρα περιστέρια
Σουρούπωνε σαν έβγαιν' απ' το σπίτι
Έστρωνε στα μαλλιά την μπριγιαντίνη
Κοιτούσε, μη τον έβλεπε κανένας
Μαύρα μονάχα περιστέρια κράζαν,
από 'ναν γέρο πεύκο, στην αλάνα
Τ' αγάπαγε τα μαύρα περιστέρια
Κρατούσαν κάτι απ' την παλιά λευκότη
κι απ' τού κατακλυσμού κρατούσαν την ελπίδα,
όταν ο Ήλιος ερωτεύτηκε την Πλάση
και νίκησε, με μιας, την καταιγίδα
Κοιτούσε γύρω, μη τον έβλεπε κανένας
Εύρισκε πάντα τέτοιαν ώρα την Ελένη,
με τα μελένια μάτια, τα μελένια στήθη
κι ορκίζονταν κι οι δυο στο Αύριό τους
και χάραζαν τα αρχικά τους στο φεγγάρι
Ύστερα ήρθ' ο Ήλιος και την πήρε,
μέσα σε πέτρας λάμψη τυλιγμένη
κι έγινε σούρουπο για πάντα η ζωή του
και τ' αρχικά τους εξορίστηκαν στο χώμα
Όλ' η ζωή του μαύρα περιστέρια, σκοτωμένα
Βογγάει η αρένα τής καρδιάς του
Παίρνει και τα μαδάει ένα-ένα,
να τά'χει τώρα, που τον βρήκ' η πείνα.



''σε ευ ύφεση μείζονα'' Εκδόσεις Cinnabar Publications, 2024.
Φωτο: Ο πατέρας μου Παναγιώτης Γ. Γιαννέλος,
στην φωτο τής ταυτότητάς του, 9/8ου/1961/Δ.Χ. Λαμίας.










Αθανασία Δρακοπούλου, Στο στήθος του Πατέρα

Τον είδα να έρχεται
με το παλιό του σακάκι
ούτε φωνή ούτε σκιά
μονάχα η οσμή του τσιγάρου.
Τα παπούτσια του είχαν ακόμα
σκόνη από το χώμα της αυλής
ή ίσως χώμα της τελευταίας οικίας.
Κάθισε απέναντί μου, δε μίλησε
το πρόσωπο του άλλαζε χρώματα
ο Πατέρας πάντα μοιάζει με Χαμαιλέοντα.
Άνοιξε μόνο τα χέρια του,
όπως τότε , όπως κάποτε
που γύρναγα ρημαγμένη απ’ το σχολείο.
Μια στιγμή κράτησε ο κόσμος
όσο χρειάζεται
ένα πουλί να θυμηθεί τη φωλιά του.
– Δεν είσαι πια παιδί, μου είπε.
Κι όμως εδώ γυρνάς.
_ Δεν ήσουν ποτέ παιδί, του είπα.
Κι όμως έτσι σε θυμάμαι.
Έγειρε το μέτωπό του στο τραπέζι
κι άκουγα μες από τα κόκαλά του
πώς πάλλεται ακόμα
ο σφυγμός του δέντρου
όταν το κόβουν.
_ Δεν είμαι πια τριγύρω, μου είπε.
Κι όμως εδώ έχεις ριζώσει, του απάντησα.




Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Πεταλίδα

Ένα φθινόπωρο
εισέβαλε λάθρα εκ της συγκίνησης στα καθ´ ημάς
μύρισε σιναπόσπορο και θήραμα
κόντρα στο γαρμπή
γρατζούνισε τα φλοράλ στίγματα των καναπέδων
μια Ασίζη και μια Γρανάδα και μια Λυών
δάγκωσε το κουλούρι της Κυριακής
βουτηγμένο στον καφέ
του Αγίου Φραγκίσκου άρτυμα
έσυρε μια τρίλια στην καρδερίνα
που περίμενε έξω από το κλουβί
με ράμφος λαίμαργο
κι όταν έφτασε στο μάρμαρο
με το λιανό γλαστράκι
εκεί που μου μίλησες
ενώ κοντεύεις χρόνο, για πάντα σιωπηλός
ήπιε μια ρακή στα όρθια
μιαν άλλη την έχυσε κατάχαμα
κι έκατσε κι έκλαψε σα χειμώνας
που χάνεται η ζέστη μαζί με τον άνθρωπο
μα μένει πίσω η ψυχή του
πεταλίδα στην καρδιά._

ΚΛ - 10/10/2013 - για τον πατέρα μου








Patrizia Valduga, ΡΕΚΒΙΕΜ

Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε νοερή αλληλουχία
σε βλέπω, μόνο, μόνο και αναγάπητο,
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν.
.
Ω, όχι, όχι αυτόν, Κύριέ μου, πάρε μένα,
που πεθαίνω περισσότερο απ’ αυτόν, Κύριε,
λύτρωσέ τον απ’ το κακό και πάρε μένα!
εμένα, χάριν δίκης, πάρε μένα, Κύριε,
για τη ζωή που μέσα μου πεθαίνει,
για τη ζωή που μέσα του ζει… Δίκαιος ει Κύριε,
πάρε μένα, την ανάξια γυνή, που έχω ζήσει,
ως ετοιμοθάνατη, όλη μου τη ζωή...
.
.................................
.
Το «Ρέκβιεμ» της Ιταλίδας ποιήτριας Πατρίτσια Βαλντούγκα, είναι ένα λυρικό ποίημα με 28 ενδεκασύλλαβες οκτάβες, που γράφτηκαν με αφορμή το θάνατο του πατέρα της στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είναι ο μονόλογος μιας κόρης που μετά από απομάκρυνση χρόνων υποφέρει και συμπάσχει πλάι στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα της που ασπαίρει, και στο ρυθμό των στίχων αποτυπώνει κάτι σπασμωδικό, κάτι από την απειλή, την αγωνία και την ανημποριά μπροστά στο θάνατο.
.
Αυτές οι 28 οκτάβες, 28 όσες και οι μέρες νοσοκομείου του πατέρα της, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με επιμέλεια του Νικόλα Κροτσέττι σε μια ιδιωτική έκδοση 73 αντιτύπων, 73 αντίτυπα όσα τα χρόνια της ζωής του πατέρα της.
.
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΟΥ ΦΛΕΒΕΣ, εκδ. 24γράμματα, 2020
.
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου



Πίνακας "Requiem", 1928 - του José Clemente Orozco





Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ο των θαυμάτων πρώτος ξεναγός
.
… κι όταν, στ’ οστεοφυλάκιο,
ανέκραξες: «πατέρα…»,
πατέρα, έπρεπε, το χέρι να σου δώσω…
.
.
«Δώσ’ μου το χέρι να περάσουμε τον δρόμο…»
«Λίγη ησυχία κάνε, ο κόσμος βλέπει την ταινία…»
«Πρόσεχε! πάλι θα χτυπήσεις και θα κλαις…»
.
Χρόνια μετά, στη μνήμη μου, η έγνοια του ακόμα,
η αγάπη μου άσπρα να του βάφει τα μαλλιά,
κι ακόμα η τίμια μυρουδιά του στα ρουθούνια
μετά απ’ το μεροκάματο,
τη σπάνια εκδρομή·
.
που πάει να πει: χρόνια μετά,
τα ελάτια −ακόμα−, τα ψηλά,
ο ήλιος βασιλιάς λαμπρός να του χαμογελάει,
.
οι παρελάσεις,
οι εξοχές,
τα σινεμά,
.
θαύματα που με πήγε.




Στην εικόνα: Με τον πατέρα στο Σέλι (Κάτω Βέρμιον), στις 15/8/1969.








Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος - σύνθεση από τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ

Olive Cotton (Australian, 1911 - 2003) 'The Sleeper' 1939



έρωτας ο Αόριστος

Όμως ο έρωτας είναι αόριστος· όπως ένα λαμπρό πρωινό που είχε υπάρξει στα δόντια του χρόνου αμέσως μόλις ένα κορίτσι με θαμπά ροδομάγουλα συναντήθηκε με μιαν έξαψη αψιά, γεμάτη ήλιο. Έκτοτε έρωτα τον ονομάζει· αόριστο έρωτα.

έρωτας ο Υπερσυντέλικος
Η απάντηση όλων είναι άλλωστε ο έρωτας. Για τα όριά του να μην αναρωτιέσαι. Όλα έχουν υπάρξει εντός μιας απεριόριστης εκδοχής όπου αγαπάμε κι αγαπιόμαστε σαν μέλισσες, εις γάμου κοινωνίαν με ολόκληρη την κυψέλη. Μια τέτοια στιγμή ζυμώνουμε για πάντα. Όσο διαρκεί το δικό μας "για πάντα".

η κοπέλα που φορούσε το χρόνο
Η κοπέλα ελάφι κι η γυναίκα λέαινα είναι δύο εικόνες που συγκλίνουν καθώς όλα οδηγούν προς την εμμηνόπαυση και τη μοιραία απώλεια οστικής μάζας. Στο σπίτι που ζήσαμε σε συναντώ και είσαι ακόμη το κορίτσι μου.

ερυθρή θρυαλλίδα
Α εσύ δροσερή μνήμη των πουλιών στερνό χάδι, γυναίκα μου·
γίνε εσύ η ερυθρή θρυαλλίδα, τα σφυρά των ονείρων διεκδίκησε·
κι αν τρυπήσει της μνήμης το αδράχτι,
σαν στιλέτο αιχμηρό που τη σάρκα ερωτεύτηκε,
τις σκιές των ανέμων
μες στα μάτια διαφύλαξε
και των βράχων το γλυκό, το ανεπαίσθητο φτέρωμα.


ΚΛ - σύνθεση από τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ - εκδόσεις ΑΩ - 2021

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ένα όνειρο και μια εικόνα ~ Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

 



Θυμήθηκα τους χειμώνες σαν μια παραθαλάσσια κωμόπολη με ήπιο κλίμα μα όταν σε χάιδευα το κρύο, κρύο. Η πνοή του χρόνου, παγωμένη σούπα γύρω σου, κομμάτια βούτυρο που επιπλέουν στην επιφάνεια δίχως να λιώνουν. Αυτιά, μύτη, χιόνι. Νιώθεις πόσο ζωντανός είναι ο τοίχος στο πλάι σου, βρύα και πόες σε διάλογο μ´ έναν υπερθετικό άνεμο. Έπειτα σηκώνεσαι από το ειδικό κρεβάτι, το στρώμα που άντεξε για λίγο την αδρανή σάρκα σου τρίζει, και η αντλία βρυχάται με παράπονο. Δεν το κατάφερε (ποιο; - να σε βαλσαμώσει εν ζωή). Τυλίγεις τα σεντόνια στη μέση, τα δένεις σε μια πόρπη, πυκνώνουν τα μαλλιά σου ολόξανθα και διαυγούν τα μάτια απ' την ομοιόσταση. Ξυπόλητη βγαίνεις στη βεράντα, σταχτί το φως της μέρας, ίσως και νύχτα, ίσως και πρωί. Αυτά τα χαλίκια θα σε πάνε στο μονοπάτι τους ως εκεί πέρα, μαύρα κι άσπρα σαν αυγά φραγκόκοτας• τη βροχή περιμένανε να αναπνεύσουν, η βροχή που στάζει σαλιγκάρια τα σίγασε μες στο σαματά, έγιναν ένα άλλο στρώμα, σε κάθε βήμα σπάνε τα καύκαλά τους κι ο αέρας μυρίζει καμένη τρίχα. Αλλά βουβά. Το πεζοδρόμιο ξηλώνεται, οι ελιές στο δρόμο ξαναφυτρώνουν, ίδιες αρχαίες, γεμάτες δάκο και μουχρίτσα, όπως όταν πρωτόηρθες σ´αυτό το σπίτι. Ο τόπος δε χάνει τη μνήμη του, εικόνες αλλάζει και τραγούδια. Βάλε δω την ακίδα σου και χάραξε αμέτρητους κύκλους ζωής. Εκεί στη γραμμή του τέλους, πάντα ο χρόνος θα ξεφλουδίζεται σαν κρεμμύδι. Θα φτάνεις εσαεί στο περιστύλιο ξέπνοη, αλλά πανέμορφη και στητή, με το κορμί ξεδιπλωμένο. Θα έχεις το κερί σου ήδη αναμμένο και θα μπεις στο ναό σαν αρχόντισσα. Θα παραμερίσεις τα παλιά κορμιά και τις στάχτες - εδώ από κάτω ήταν τον παλιό νεκροταφείο της πόλης μας. Στα δεξιά, σαράντα άντρες με κεριά όλα στοιχισμένα προς τον ψάλτη, με κοστούμια τριμμένα, μαύρες γραβάτες και ρεπούμπλικες, θα μουρμουρίζουν ψαλμούς. Αλλά ο γυναικωνίτης έρημος. Ψυχή... Έπειτα θα νυχτώσει με μιας, και το κερί σου θα λιώσει απότομα απ´αριστερά. - "-αυτό είναι το σημάδι!", θα πεις. "-Ήρθε η ώρα μου". Στο χαλί, τα σαλιγκάρια θα στοιβάζονται πίσω σου. Αχ ένας αέρας να βγαινε τώρα τουλάχιστον, μια αναπνοή να πάρεις ολόκληρη δίχως να πνίγεσαι. Μετά θα κοιμηθείς - γαλήνια επιτέλους - έτσι θα σε βρω, παγωμένη εικόνα, γυρισμένη στο πλάι, σαν κομμένη γαρδένια απ´ τον κήπο μας κι έτσι θα σε πάρω ριζωμένη μέσα μου.
 
 
ΚΛ - 27/12/2013 - μια μέρα μετά

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

Τροφός ~ Κωνσταντίνος Λουκόπουλος


Καθόλου δεν θέλω
να σε γνωρίσω
εσένα μια ιδιότητα
που φέρει
όσο σκοτάδι
όλη τη νύχτα έσκαβα
(που είσαι τροφός
μα που δεν τρέφεις)
βάρκες ολόκληρες
που περνούν από μέσα σου
και ποντοπόρα πλοία
βάρκες
και παγοθραυστικά
πάντοτε βάρκες
και τα πανιά τους καίγονται
στον αδιόρατο εμένα
που ζαλίζεις τα πρόβατα
με τη σάρκα σου
ζαλίζεις
τη σάρκα των καρπών
μερίδιο ή διόδιο
ο ίδιος εμπροσθότυπος αυλός
ο ίδιος καθαρός λόγος
που έχει ντυθεί
επαρχιακή βάφτιση
που μοιράζεσαι το χρόνο
με τούτη την αποτυχημένη άνοιξη
που είναι κι αυτή
ένας θάνατος,
η κατάρρευση των πάντων
εντός κοιμητηρίου
στιγμών
σαν ένας ψυχοπομπός
που αυτομόλησε
και μια επανάσταση του τίποτα·
με το ξημέρωμα
θα σε φάω
σαν ένα μπούτι από κοτόπουλο
ωμό
κι όσο θα τρίζεις στο στόμα μου
θα είναι το Παρίσι μας
ένα καλάθι των βράχων του
και μια Αχερουσία.



ΚΛ - 22/04/2019 - ΕΝΥΠΝΙΑ ΤΑ ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ - Έναστρον 2020








Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...