Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αφιέρωμα στον Πατέρα [Β']

 

Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, V. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ο πατέρας,
βουνό που ραγίζει
Ένα βουνό που κλαίει την ήττα του
Bροντή που θυμώνει
Ντέους, Θεός,
Μη λες τ' όνομά του
επί ματαίω
Οιδίπους
Ο πατήρ, η μικρή του Αντιγόνη,
Ο πατέρας των παιδιών μου
Αβραάμ γυμνός από βιβλικά στολίδια,
Γυμνός.
Πώς μπορεί
Να ζει ο πατέρας
Γυμνός εκεί πάνω στο λόφο;
Πώς ξύπνησες
Περιστέρι μου, γεράκι μου
Πού είσαι;
Ο πατέρας σου
Χάθηκε στη μαύρη γη
Το γέλιο του
Το φοράς
Κάθε πρωί
Για να κοιτάζεις
Τη βροχή και
Τους ανέμους.
Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες
Ίσως κοιμούνται κάτω από
Την ιστορία τους.
Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, Χρώμα μελαχρινό, εκδ. ΑΩ, 2020






Αγγελική Γιαννέλου, Η Ημέρα τού πατέρα
(Μνήμη τώρα)
Τα μαύρα περιστέρια
Σουρούπωνε σαν έβγαιν' απ' το σπίτι
Έστρωνε στα μαλλιά την μπριγιαντίνη
Κοιτούσε, μη τον έβλεπε κανένας
Μαύρα μονάχα περιστέρια κράζαν,
από 'ναν γέρο πεύκο, στην αλάνα
Τ' αγάπαγε τα μαύρα περιστέρια
Κρατούσαν κάτι απ' την παλιά λευκότη
κι απ' τού κατακλυσμού κρατούσαν την ελπίδα,
όταν ο Ήλιος ερωτεύτηκε την Πλάση
και νίκησε, με μιας, την καταιγίδα
Κοιτούσε γύρω, μη τον έβλεπε κανένας
Εύρισκε πάντα τέτοιαν ώρα την Ελένη,
με τα μελένια μάτια, τα μελένια στήθη
κι ορκίζονταν κι οι δυο στο Αύριό τους
και χάραζαν τα αρχικά τους στο φεγγάρι
Ύστερα ήρθ' ο Ήλιος και την πήρε,
μέσα σε πέτρας λάμψη τυλιγμένη
κι έγινε σούρουπο για πάντα η ζωή του
και τ' αρχικά τους εξορίστηκαν στο χώμα
Όλ' η ζωή του μαύρα περιστέρια, σκοτωμένα
Βογγάει η αρένα τής καρδιάς του
Παίρνει και τα μαδάει ένα-ένα,
να τά'χει τώρα, που τον βρήκ' η πείνα.



''σε ευ ύφεση μείζονα'' Εκδόσεις Cinnabar Publications, 2024.
Φωτο: Ο πατέρας μου Παναγιώτης Γ. Γιαννέλος,
στην φωτο τής ταυτότητάς του, 9/8ου/1961/Δ.Χ. Λαμίας.










Αθανασία Δρακοπούλου, Στο στήθος του Πατέρα

Τον είδα να έρχεται
με το παλιό του σακάκι
ούτε φωνή ούτε σκιά
μονάχα η οσμή του τσιγάρου.
Τα παπούτσια του είχαν ακόμα
σκόνη από το χώμα της αυλής
ή ίσως χώμα της τελευταίας οικίας.
Κάθισε απέναντί μου, δε μίλησε
το πρόσωπο του άλλαζε χρώματα
ο Πατέρας πάντα μοιάζει με Χαμαιλέοντα.
Άνοιξε μόνο τα χέρια του,
όπως τότε , όπως κάποτε
που γύρναγα ρημαγμένη απ’ το σχολείο.
Μια στιγμή κράτησε ο κόσμος
όσο χρειάζεται
ένα πουλί να θυμηθεί τη φωλιά του.
– Δεν είσαι πια παιδί, μου είπε.
Κι όμως εδώ γυρνάς.
_ Δεν ήσουν ποτέ παιδί, του είπα.
Κι όμως έτσι σε θυμάμαι.
Έγειρε το μέτωπό του στο τραπέζι
κι άκουγα μες από τα κόκαλά του
πώς πάλλεται ακόμα
ο σφυγμός του δέντρου
όταν το κόβουν.
_ Δεν είμαι πια τριγύρω, μου είπε.
Κι όμως εδώ έχεις ριζώσει, του απάντησα.




Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Πεταλίδα

Ένα φθινόπωρο
εισέβαλε λάθρα εκ της συγκίνησης στα καθ´ ημάς
μύρισε σιναπόσπορο και θήραμα
κόντρα στο γαρμπή
γρατζούνισε τα φλοράλ στίγματα των καναπέδων
μια Ασίζη και μια Γρανάδα και μια Λυών
δάγκωσε το κουλούρι της Κυριακής
βουτηγμένο στον καφέ
του Αγίου Φραγκίσκου άρτυμα
έσυρε μια τρίλια στην καρδερίνα
που περίμενε έξω από το κλουβί
με ράμφος λαίμαργο
κι όταν έφτασε στο μάρμαρο
με το λιανό γλαστράκι
εκεί που μου μίλησες
ενώ κοντεύεις χρόνο, για πάντα σιωπηλός
ήπιε μια ρακή στα όρθια
μιαν άλλη την έχυσε κατάχαμα
κι έκατσε κι έκλαψε σα χειμώνας
που χάνεται η ζέστη μαζί με τον άνθρωπο
μα μένει πίσω η ψυχή του
πεταλίδα στην καρδιά._

ΚΛ - 10/10/2013 - για τον πατέρα μου








Patrizia Valduga, ΡΕΚΒΙΕΜ

Ω, πατέρα πατέρα, πατρίδα της καρδιάς μου,
τόσο καιρό μόνος με τη συμφορά σου,
για μέρες και μέρες και νύχτες τρόμου,
σαν σε νοερή αλληλουχία
σε βλέπω, μόνο, μόνο και αναγάπητο,
να πνίγεσαι σιωπώντας μες στη συμφορά σου
ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν
και σ’ αυτούς που δεν ξέρουν να κατανοούν
και δεν ξέρουν ν’ αγαπούν.
.
Ω, όχι, όχι αυτόν, Κύριέ μου, πάρε μένα,
που πεθαίνω περισσότερο απ’ αυτόν, Κύριε,
λύτρωσέ τον απ’ το κακό και πάρε μένα!
εμένα, χάριν δίκης, πάρε μένα, Κύριε,
για τη ζωή που μέσα μου πεθαίνει,
για τη ζωή που μέσα του ζει… Δίκαιος ει Κύριε,
πάρε μένα, την ανάξια γυνή, που έχω ζήσει,
ως ετοιμοθάνατη, όλη μου τη ζωή...
.
.................................
.
Το «Ρέκβιεμ» της Ιταλίδας ποιήτριας Πατρίτσια Βαλντούγκα, είναι ένα λυρικό ποίημα με 28 ενδεκασύλλαβες οκτάβες, που γράφτηκαν με αφορμή το θάνατο του πατέρα της στις 2 Δεκεμβρίου 1991. Είναι ο μονόλογος μιας κόρης που μετά από απομάκρυνση χρόνων υποφέρει και συμπάσχει πλάι στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα της που ασπαίρει, και στο ρυθμό των στίχων αποτυπώνει κάτι σπασμωδικό, κάτι από την απειλή, την αγωνία και την ανημποριά μπροστά στο θάνατο.
.
Αυτές οι 28 οκτάβες, 28 όσες και οι μέρες νοσοκομείου του πατέρα της, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με επιμέλεια του Νικόλα Κροτσέττι σε μια ιδιωτική έκδοση 73 αντιτύπων, 73 αντίτυπα όσα τα χρόνια της ζωής του πατέρα της.
.
Απόσπασμα από το βιβλίο: ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΜΟΥ ΦΛΕΒΕΣ, εκδ. 24γράμματα, 2020
.
Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου



Πίνακας "Requiem", 1928 - του José Clemente Orozco





Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ο των θαυμάτων πρώτος ξεναγός
.
… κι όταν, στ’ οστεοφυλάκιο,
ανέκραξες: «πατέρα…»,
πατέρα, έπρεπε, το χέρι να σου δώσω…
.
.
«Δώσ’ μου το χέρι να περάσουμε τον δρόμο…»
«Λίγη ησυχία κάνε, ο κόσμος βλέπει την ταινία…»
«Πρόσεχε! πάλι θα χτυπήσεις και θα κλαις…»
.
Χρόνια μετά, στη μνήμη μου, η έγνοια του ακόμα,
η αγάπη μου άσπρα να του βάφει τα μαλλιά,
κι ακόμα η τίμια μυρουδιά του στα ρουθούνια
μετά απ’ το μεροκάματο,
τη σπάνια εκδρομή·
.
που πάει να πει: χρόνια μετά,
τα ελάτια −ακόμα−, τα ψηλά,
ο ήλιος βασιλιάς λαμπρός να του χαμογελάει,
.
οι παρελάσεις,
οι εξοχές,
τα σινεμά,
.
θαύματα που με πήγε.




Στην εικόνα: Με τον πατέρα στο Σέλι (Κάτω Βέρμιον), στις 15/8/1969.








Σχόλια

Αγαπημένες Αναρτήσεις

2 Ποιήματα ~ Γρηγόρης Σακαλής

 Γαλήνη Με τη γιόγκα με τη σωματική άσκηση προσπαθείς να λύσεις διάφορα θέματα του εαυτού σου να τα αντιμετωπίσεις μα είναι κάτι άλλο πιο βαθύ που σου λείπει είναι η αυτογνωσία χρειάζεσαι διαλογισμό για να γνωρίσεις πρώτα τον εαυτό σου κι ύστερα τους άλλους την ανθρώπινη φύση όλα είναι πνευματικά αυτός είναι ο χρυσός κανόνας από εκεί ξεκινούν όλα και εκεί καταλήγουν όταν το πνεύμα σου βρει τη γαλήνη τότε θα έρθει η ισορροπία σώματος - νου και θα βρεις τη φώτιση. Τρόπος ζωής Μέσα στα πολλά φτιασίδια κυκλοφορείς και χάνεσαι μόνη τις νύχτες στα μαγαζιά τριγυρνάς στα μπαρ και τα κλαμπ ξοδεύεις την ύπαρξη σου και πέρασες έτσι τα καλύτερα σου χρόνια ικέτις στον ανύπαρκτο ναό μιας διασκέδασης χωρίς νόημα τώρα εγχειρίζεσαι για να παραμείνεις όμορφη μα δεν ξέρεις ότι η ομορφιά είναι κάτι σχετικό και πάντως όχι αυτό που προσπαθείς να γίνεις για να συνεχίσεις να ζεις μ΄αυτό τον λανθασμένο τρόπο που πέρασες ως τώρα τη ζωή σου.

Ενηλικίωση ~ Νίκος Μυλόπουλος

  Κινούμαι πάνω στην πληγή που δεν φαίνεται και ονομάζεται δρόμος Φορές ατέλειωτος οδηγεί στην απόλαυση Αν φτάσεις στο τέρμα πουλί θυμίζει που μόλις πέταξε Η ίδια η ζωή μοιάζει με τόπους και καταστάσεις Που ονειρεύονται την απόδραση. Προσπερνώντας τα αγέλαστα πρόσωπα Μένω εμβρόντητος μπροστά στη νεκρή πινακίδα Που την έξοδο δείχνει ανύπαρκτου κινδύνου. Ψαρεύω απ’ το παρελθόν να πιάσω το σήμερα Σε περιβάλλον ασταθές και ακατανόητο Οι πιο καλοί κι οι πιο κακοί στο τέλος επιβιώνουν. Οι υπόλοιποι όλοι γίνονται λίπασμα στα πάρκα της πόλης Μισής χαράς ανθεστήρια. Επιλεγμένος ψίθυρος η αγκαλιά Ύστερα έπεται η απουσία. Ματαιώσεις και ρωγμές ό,τι απέμεινε Από μια πάλλουσα ασημαντότητα. ‘House, Benbecula, Hebrides, 1954’ by photographer, Paul Strand. Scottish island inspiration for Alexander McQueen Spring/Summer 2017.

Η Θεία Κωμωδία του Δάντη, μεταφρ. Νίκος Καζαντζάκης

  Στο μεσοστράτι απάνω τής ζωής μας σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι γιατί ’ταν η ίσια στράτα αστοχημένη... [nel mezzo del cammin di nostra vita mi ritrovai per una selva oscura, chè la diritta via era smarrita...] Η Θεία Κωμωδία του Δάντη, μεταφρ. Νίκος Καζαντζάκης   Antonio Masotti Gente della Bassa (1963)

«Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει» ~ Νίκος Καρούζος

Paris during the 1950s. Photo by Georg Stefan Troller. Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει. Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει· ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει. από τη συλλογή «Αντισεισμικός τάφος» (1984). Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα Β΄ (1979-1990)», Εκδόσεις Ίκαρος

Niels Lyhne ~ Jacobsen Jens Peter (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

        Το Νιλς Λυν, ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφική χροιά, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που γεννιέται με προδιαθέσεις προς το όνειρο και όχι τη δράση. Αυτό που ονειρεύεται δεν είναι αδύνατο, θα 'πρεπε μονάχα η πραγματικότητα να δεχτεί να μοιάσει με τις εσωτερικές του επιθυμίες. Όμως ο Νιλς Λυν κλείνεται μέσα στο όνειρο. Παρ' όλο που φλεγόταν από την επιθυμία ν' αγαπήσει, δεν γνώρισε παρά μόνο μέτριες ή ημιτελείς περιπέτειες. Φιλόδοξος, πήγαινε από τη μια αποτυχία στην άλλη. Ο Γενς Πήτερ Γιάκομπσεν έγραψε το βιβλίο αυτό για τους άνδρες και τις γυναίκες που του μοιάζουν, σαν ένα φιλικό οδηγό. Είναι η ιστορία ανθρώπων πολύ εξιδανικευμένων για τον κόσμο όπου έζησαν και για τους έρωτες για τους οποίους υπέφεραν, "ψυχές σκοτεινές και βαθιές που το πεπρωμένο έκλεισε μέσα σ' ένα κύκλο μέτριων δυστυχιών", έγραφε ο Έντμοντ Ζαλού στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης. Τοποθετούσε το Νιλς Λυν σ' "ένα απ' αυτά τα βιβλία που αγγίζουν βαθιά τις πιο συναισθηματικ...

Παιδικές Λαχτάρες ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Μες τις παιδικές λαχτάρες ακούς τη ζωή. Φωνάζει δυνατά και άναρχα μαζεύει κοχύλια και φτιάχνει στην άμμο κάστρα. Δεν κρατά τα προσχήματα μήτε νοιάζεται για το « τι θα πει ο κόσμος ». Ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους. Το βάρος της μοναξιάς, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024, σελ.50 Photo By: Thomas Veres

Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμιά με κοιτούσαν με μίσος κι απορία. Ζητούσαν να καταλάβω μιαν άδικη μοίρα και πως στη ζωή ευτυχισμένος δεν είναι εκείνος που χαμογελά. Τώρα, χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές κάποιο σημάδι να έχουν οι μόνοι να νιώθουν πως κάποιος τους νοιάζεται κι ας μην τους σώσει ποτέ. Το βάρος της μοναξιάς, εκδ.Βακχικόν, σελ.9 η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο