Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2025

Αύγουστος



Αυγουστιάτικος άνεμος, Νικηφόρος Βρεττάκος


Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.

Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

χαρούμενος,

προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι

κάθεσαι και

δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;

Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.



Οδυσσέα Ελύτη, «Ο Αύγουστος»

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
    κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένα ορκιζόμαστε
    πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
   κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
   κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.



Από τη συλλογή Ήλιος ο πρώτος (1943)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 285]


φωτ. Κατερίνα Ατσόγλου


Οι εραστές τ’ Αυγούστου- Ιωσήφ Μπρόντσκι


Οι εραστές τ’ Αυγούστου,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,

τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα

τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,

εξαφανίζονται στα σοκάκια,

τρέχουν στις πλατείες.

Στους εραστές τ’ Αυγούστου

αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα

οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω

στα πουκάμισά τους,

φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές

κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.

Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,

να το που χρωματίζει τα δέντρα,

που σβήνει τη λάμπα,

που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .

Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,

γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.

Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.

Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες

κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,

συνομιλώντας με τον εαυτό σου.

Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,

με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,

παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,

παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.

Το νέο δείλι θορυβεί,

κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,

κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,

κανείς δε θα σου παρασταθεί,

κανείς δε θα σου σταθεί,

πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,

απ’ τα λουλούδια,

απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.



(Ιωσήφ Μπρόντσκι, 1961, Οι εραστές τ’ Αυγούστου. Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)


φωτ. Κατερίνα Ατσόγλου



Ο έρωτας ~ Κατερίνα Ατσόγλου

Ο έρωτας δεν ρωτά.
Δεν ζητά το λόγο ευγενικά.
Δεν αναγνωρίζει απαγορευτικά.
Δεν υπολογίζει λογικές.
Ζει κάτω από χόρτα ξερά
έτοιμα να προκαλέσουν πυρκαγιά
μέρα μεσημέρι στο τελείωμα του Αυγούστου.


Ο έρωτας έρχεται...
Σκαρφαλώνει στα πόδια σου
τρυπά το στέρνο σου και μπαίνει μέσα σου
κατακτά τα φρούρια
σπάει τις πανοπλίες.
Σε γυμνώνει.
Σε αποτελειώνει.
Σε συνθλίβει.
Σε αφήνει μόνο.


Συμβολισμοί, εκδόσεις Βακχικόν, σελ.25


Χαρακτικό έργο "επεστρεφε"
(Λεπτομέρεια)Λινογραφια, 2023, γιωργος Α. Κωνσταντίνου





Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Ο Χαρταετός - Οδυσσέα Ελύτη “Μαρία Νεφέλη', Ίκαρος, 1978


Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
εμένα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος'
όλο δέντρα πον έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελονσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς'
φοβόμουνα και μον άρεσε.
Ήταν οι “πάνω άνθρωποι' έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους “κάτω'·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια'
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι ' Ή Άννέτα με τα σάνταλα'
' Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης'
το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει'
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το “Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα'.
Μου το ‘χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ‘χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ — δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη καί μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι καί τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν — απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
 
 
 
 
Νίκος Χατζηκυριάκος–Γκίκας, «Στέγες και αετοί»

 

 

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης ~ Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

 

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό
Διαβάζοντας τα μάρμαρα
Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας με το καμάκι
Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά
Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται
Ν' ανοίγει.

Πίνω νερό κόβω καρπό
Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου
Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς
Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου
Φεύγω με μια ματιά
Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται
Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

 

Ο. Ελύτης, Ποίηση, Ίκαρος

 

 


 

 

 

 

Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...