Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Μαΐου 2025

Ελένη ~ Γιώργος Σεφέρης

 




Γιώργος Σεφέρης

Ελένη


ΤΕΥΚΡΟΣ: …ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν

οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν

Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.

.........................................................

ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρῳάδ’, ἀλλ’ εἴδωλον ἦν.


.........................................................

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῄς;

Νεφέλης ἄρ’ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ


«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».1

Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες· δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Ποιές είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη·
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά βρει
την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Πού είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.

Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους —ποιός θα το ’λεγε— η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου· την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία — ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα νά ηταν πλάσμα ατόφιο·
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης·2
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τί μη θεός; και τί τ’ ανάμεσό τους;

«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό ειναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι ανθρώποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών·
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.3

Γιώργος Σεφέρης. 1955. Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.



1. Πλάτρες: τόπος του νησιού (Σημείωση του ποιητή).


2. Από μια τοιχογραφία στην έξοχη εκκλησιά της Ασίνου (Σημείωση του ποιητή).


3. Φίλος που διάβασε το χειρόγραφό μου θυμήθηκε τούτο: "In those days the official recruiting posters in Cyprus said, “Fight for Greece and Liberty”" (House of Commons, Official Report, 5 May 1955) (Σημείωση του ποιητή).



Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα ~ Γιώργος Σεφέρης [Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

 

Σεισμόπληκτα παιδιά στον Κύκκο, φωτ. του ιδίου


Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα

Τὸν δ’ ἂνευ λύρας ὃμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος
αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…, μου είπε ο καπετάνιος δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσιτ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.Τρία καρτίνια αριστερά!»Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνοκι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιοκατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.Μη σταθείς ταξιδιώτη.«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρακλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνεςγυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.Χτύπησε η καμπάνα του καραβιούσαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτονταςαλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.«Τούτη η καμπάνα —μέρα που είναι—μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγεροςένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,—σαράντα χρόνια αναβροχιά—ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπουκαι φαρμακερά.Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροικι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφιακι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώραπου σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.Απόδειπνα πάλι η καμπάνακαι βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλληχωρίς μύτη, χωρίς αφτί, προβιά κουρέλι.Έτσι με τέσσερις καμπάνες την ημέραπέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένεςξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλοςχαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.Ωσάν καράβι καταποντισμένοτίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.Γραμμή!Τί να σου κάνουν οι ταλαίπωρεςπαλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτατο αίμα το φαρμακερό των ερπετών.Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.


Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Φυγή ~ Γιῶργος Σεφέρης


Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.


Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.




η φωτογραφία του ιδίου [Αγία Νάπα] - «Οι Φωτογραφίες του Γιώργου Σεφέρη», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000




Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...