Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδηλώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδηλώσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

"Οι σκιές του κόσμου" ~ Γιώργος Δρίτσας [Η τρέλα στην ποίηση ή η ποίηση στην τρέλα: μερικά λόγια για τον ύστερο Ρώμο Φιλύρα]





Η τρέλα στην ποίηση ή η ποίηση στην τρέλα: μερικά λόγια για τον ύστερο Ρώμο Φιλύρα*

Γιώργος Δρίτσας

Επειδή οι ομιλητές που προηγήθηκαν και είναι ειδικοί επί του θέματος, μίλησαν πολύ αναλυτικά και διεξοδικά για τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα και πιο συγκεκριμένα για τη ζωή και το έργο του, εγώ με τη σειρά μου θα προσπαθήσω σύντομα να αναφερθώ στην έννοια της τρέλας στο έργο του και το πως αυτή παρουσιάζεται, έμμεσα ή άμεσα, μέσα σε αυτό. Ήταν, εν τέλει, ο μεγάλος αυτός ποιητής ένας άνθρωπος τόσο χαμένος στους λαβυρίνθους στο μυαλού του;  Προτού, όμως, ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το ζήτημα, με βάση τα πεζά αυτοβιογραφικά κείμενα του ίδιου του ποιητή και των ποιημάτων κυρίως από τον δεύτερο τόμο των ευρεθέντων εκτός συλλογών ποιημάτων που έγραψε έγκλειστος στο ψυχιατρείο, θα πρέπει να αναφερθούμε στη σύνδεση καλλιτέχνη και δημιουργήματός, μιας και η ίδια η ποίηση είναι μια από τις κυριότερες μορφές τέχνης.

Ξεκινώντας πρέπει να ειπωθεί ότι η δύναμη του καλλιτέχνη βρίσκεται στο βάθος αυτού που θέλει να εκφράσει και όχι στο να δημιουργήσει με σκοπό να προκαλέσει ή κατά παραγγελία της μόδας, είναι δηλαδή προσωπικό βίωμα η καλλιτεχνική του δημιουργία. Έτσι η μοναδικότητα προϋποθέτει την ανεπανάληπτη ισχύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που βασίζεται στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Για μένα ο Φιλύρας αυτό αποτυπώνει στην ποιητική τέχνη του και όχι κάποια ψυχική νόσο, ασχέτως του αν βαπτίζεται μερικές φορές τρέλα και παράνοια ο υπερβάλλων οίστρος στην ποιητική σύνθεση.

Ο ίδιος όντας πρόδρομος μιας «καταραμένης» για πολλούς γενιάς, της γενιάς τού 30’, γενιά πολλών αυτοχείρων και του ίδιου του Καρυωτάκη, ο οποίος διάβαζε εξάλλου Φιλύρα (όπως μαρτυρά το ποίημα «Υποθήκαι»),[1] η οποία έζησε μέσα στις άθλιες συνθήκες που έφερε η μικρασιατική καταστροφή· όταν όλα τα ιδανικά κατέπεσαν και οι μεγάλες εθνικές αφηγήσεις διαλύθηκαν μέσα στη σήψη μιας εποχής ευρισκόμενης σε κοινωνική και ηθική εξαθλίωση, και των υπερρεαλιστών,[2] λόγω των γλωσσικών του ακροβατισμών του,[3] ο Ρώμος Φιλύρας έπλασε με ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο έναν δικό του κόσμο μέσω της ποίησής του, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Ο Φιλύρας ενέχει στον ποιητικό του διάκοσμο «ένα κρυφό σπαραγμό» μια «διάσπαση της προσωπικότητας», έναν «οίκτο για την ατομική κατάσταση»,[4] μαζί με μια έντονη διάθεση αρκετά ευφυούς αυτοσαρκασμού, κυρίως στα πεζά, ιδιαίτερα στο μεταγενέστερο έργο του της περιόδου του εγκλεισμού, πράγματα που συναντάμε κυρίως στον Καρυωτάκη και εν μέρει σε όσους ακολούθησαν. Έτσι στα πεζά του διακρίνουμε αρχικά έναν αυτοσαρκασμό και έναν καταθλιπτικό πόνο, όπως στο «Θεατρίνο της ζωής», όπου με πικρία αναφέρει ότι τον ξέχασαν ακόμη και άνθρωποι που τον καταλάβαιναν.[5] Αυτόν τον μελαγχολικό αυτοσαρκασμό του, που θυμίζει αρκετά τον Γάλλο Αντονέν Αρτώ, τον επαναθεμελειώνει στην «Παράδοξην Αυτοβιογραφίαν μου».

Μια αυτοβιογραφία γεμάτη με αφηγήσεις τόσο για πραγματικά γεγονότα όσο και με αναφορές περί της δήθεν αριστοκρατικής του καταγωγής  και με εξομολογήσεις του τύπου ότι ήθελε να γίνει μεγάλος ποιητής από μικρός αλλιώς θα «αυτοκτονούσε»,[6] με ταυτόχρονες υποτιμητικές αναφορές στη «μάζα» και στις «μικροαστικές ευπρέπειες».[7] Στο πιο χαρακτηριστικό του πεζό δε, «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειον», όπου περιγράφει τη ζωή του στο γνωστό ψυχιατρείο στο οποίο πήγε από μόνος του, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, επανέρχεται η περιπαικτική του αυτή διάθεση «κραυγάζοντας», γραπτώς, «ζήτω η τρέλα».[8] Η μελαγχολία του, όμως, και η πεποίθησή του ότι τον εγκατέλειψαν επανέρχεται, όπως θα δούμε καθαρότερα παρακάτω και σε κάποια ποιήματά του της εποχής εκείνης, αυτοταυτιζόμενος μάλιστα με τον Βιζυηνό και τον Μητσάκη, οι οποίοι είχαν ανάλογη κατάληξη με αυτόν.[9] Μέσα από την εικονοκλασία αυτή αφηρημένου και εμπειρικού, βιωματικού και υποκειμενικού, συμπτύσσεται ο λυρικός κόσμος του Φιλύρα στα πεζά του.

Στα ποιήματα τώρα του εγκλεισμού επανευρίσκεται ξανά η μελαγχολική του διάθεση. Πιο συγκεκριμένα η μελαγχολία αυτή έχει να κάνει κυρίως με τα χρόνια που περνούν («Στο νέο χρόνο» - πως άσπρισαν τα ολόμαυρα μαλλιά μας),[10] «τα δάκρυα των κοκάλων στις νύχτες του Αιώνα» («Τα δάκρυα των πραγμάτων»)[11], μένοντας πάντα μακριά από όλους («Εξιλασμός» – στα συμπόσια είχα μείνει ξένος)[12] και μη δίνοντας σημασία στις ετυμηγορίες των κριτικών της εποχής του («Γράφουμε τα τραγούδια μας»- Μας βγάλανε παρανόμια, μας καλούνερομαντικούς και κλασικούςΠρος τι;).[13] Ούτως ή άλλως, η ζωή του βρίσκει νόημα στο πρόσκαιρο γέλιο και στο πιο μαύρο δάκρυ, όπως λέει και ο ίδιος στο ποίημα «Οι Μποέμ»,[14] με το κίνημα των οποίων ταυτιζόταν. Ο θάνατος, λόγω όλων αυτών, έχει πάντα παρουσία στους στίχους του, καθώς η ματαιότητα της ζωής τον απασχολεί - καθώς η «στράτα» της ζωής  οδηγεί «στα κυπαρίσσια» («Ματαιότης»).[15]

Η πάλη του αυτή με τον χρόνο καταγράφεται, λόγω της έντονης θέλησής του για να αποτυπώσει μια πιο βαθιά υφή του κόσμου, μέσω της υπεραισθητής ευαισθησίας της στιχοπλασίας του. Κάτι που διαφαίνεται με την ταύτισή του με τον «Δον Κιχώτη» και με τον «Πιερότο» - στα ομότιτλα ποιήματά του, αφού και αυτός κυνηγάει ανεμόμυλους εν τέλει ηρωικά αυτοσαρκαζόμενος με πάθος, ενάντια στους χυδαίους, τους μικρούς («Διαθήκη» - Χυδαίων λαός παράταιρος και το τρανό μολεύει)[16] και τους ξιπασμένους[17]· («Η λίγη ζωής μας») που χορεύουν μέσα στα ερείπια της ίδιας της χώρας που τον πονά («Ρημαγμένη χώρα»- Όλα χωνεύουν στην ίδια τους στάχτη…)[18] και δεν που δεν καταλαβαίνουν του λυπημένου «τη στιγμή, το μεγάλο παλμό» και του αυτοκτόνου «την κίνησην, ίσια,που πετάει σαν οκνός τα ζωή» («Εσείς»).[19] 

Αυτή η μεταφυσική αίσθηση ένωσης με το σύμπαν διαπερνάει, λοιπόν, την ποίησή του, έχοντας μιας αρκετά φιλοσοφική διάσταση, όπως βλέπουμε στα ποιήματα «Επιστροφή στη Φύση», «Μοίρα Άγει», «Ο Παν», «Αφοσιώσεις», «Το Σύμπαν», «Φύση» και ένα όραμα για μια νέα αναγέννηση που θα κυνηγήσει «ένα σκίρτημα ανανέωσης» των παλιών πόθων («Αναγέννηση»),[20] το οποίο όμως δεν κατορθώνει πάντα να αποτυπώσει («Διαθήκη» – Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,παλμό να δώσω και να συγκλονίσωτην άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό, και «Δεν έφθασα ψηλά» – δεν έκραξα στ’ αστέρια),[21] χωρίς, όμως, ποτέ να χάνει το προνόμιο ενός «προφήτη - ποιητή» - έστω και αν κρύβεται μια υποδόρια ειρωνεία σε αυτόν τον έμμεσο αυτοχαρακτηρισμό του («Ποιητής»).[22] Όμως στο τέλος πάντα επιστρέφει στο σκοτάδι του νεκροκρέβατου των ονείρων και των ελπίδων του, περιμένοντας μοναχικά μια σωματική ανάρρωση που δεν θα έλθει ποτέ («Ανάρρωση» – Όλες οι ελπίδες νέκρωσαν και τα όνειρα όλα, τα παλιά/ τη στείρα γοητεία μου μια σκοτεινάδα αδράχνει),[23] από την οποία τραγική κατάσταση πηγάζουν και αρκετοί τίτλοι των ποιημάτων του (βλ. τα ποιήματα, «Απόγνωση», «Μελαγχολία», «Εγκατάλειψη»).

Κλείνοντας, όπως παρατηρούμε, καθώς περνούσαν τα χρόνια  και μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρήκε βέβαια εν τέλει λίγη ησυχία από τη σκληρότητα της κοινωνίας, ο Ρώμος Φιλύρας αποτυπώνει καλύτερα την πραγματική του επαφή με την ποίηση. Τόσο σαν προσωπικό βίωμα όσο και ως έναν τρόπο να έρθει σε επικοινωνία με κάτι που δεν κατανοούμε  με τη λογική αλλά απλά το νιώθουμε, κάτι που είναι πέρα από τις λέξεις και όμως τις περικλείει σαν άχραντο μυστήριο, κάτι που οι ποιητές Γιώργος Σαραντάρης και Απόστολος Μαμμέλης προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν, επίσης, μέσω της ποίησής τους. Η τρέλα, λοιπόν, ως μια δήθεν «δυσλειτουργική κατάσταση» που δημιουργεί ψυχώσεις κατά τη γενική αντίληψη, κάθε άλλο παρά αφορά την ποίηση του Ρώμου Φιλύρα, ο οποίος μέσα σε όσα γράφει φανερώνει, κατά κύριο λόγο, μια άλλη μορφή ένωσης με τον κόσμο, πέρα της κάπως ορθολογιστικής ματιάς που θεωρούν λανθασμένα και ανεξέταστα οι περισσότεροι άνθρωποι ως σωστή. 

 

*Το κείμενο της παρούσας εισήγησης εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης - αφιερώματος για τον Ρώμο Φιλύρα επί της ευκαιρίας της επανέκδοσης των «Απάντων» του από τον Χ. Λ. Καράογλου σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Σμίλη», η οποία οργανώθηκε από την Κατερίνα Ατσόγλου και τον Δήμο Σικυωνίων και πραγματοποιήθηκε στο Κιάτο το Σάββατο, 06/04/2024 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Σικυωνίων «η Μηκώνη».



[1] Βλ. Σήφης Κόλλιας, Ρώμος Φιλύρας: η ζωή και το έργο του, εκδ. Αλκαίος, Αθήνα 1972, σελ. 49 και Θάλεια Ιερωνυμάκη, Ο Δανδής και ο Πιερότος: Μαλακάσης, Φιλύρας, Καρυωτάκης, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2022.

[2] Βλ. Ρώμος Φιλύρας, μια παρουσίαση από τον Γιάννη Δάλλα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σελ. 17.

[3] Τάσος Κόρφης, Ρωμός Φιλυράς: Συμβολή στη ζωή και στο έργο του, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1974, σσ. 17-18

[4] Mario VittiΗ γενιά του 30’: Ιδεολογία και μορφή, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1995, σελ. 119.

[5] Βλ. Ρώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον: και άλλα αυτοβιογραφικά, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σελ. 32.

[6] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 35-56, passim.

[7] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 61-62.

[8] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 85-86.

[9] Βλ. Στο ίδιο, σελ. 103.

[10] Ρώμος Φιλύρας, Ποιήματα: άπαντα τα ευρεθέντα, τ. Β’, επιμ. Λ. Χ. Καράογλου, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2023, σελ. 20.

[11] Στο ίδιο, σελ. 379.

[12] Στο ίδιο, σελ. 38.

[13] Στο ίδιο, σελ. 55.

[14] Στο ίδιο, σσ. 71-72.

[15] Στο ίδιο, σελ. 171.

[16] Στο ίδιο, σελ. 125.

[17] Στο ίδιο, σελ. 447.

[18] Στο ίδιο, σελ. 151.

[19] Στο ίδιο, σελ. 306.

[20] Στο ίδιο, σελ. 79.

[21] Στο ίδιο, σσ. 162 & 409.

[22] Στο ίδιο, σελ. 424.

[23] Στο ίδιο, σελ. 190.


Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Κατερίνα Ατσόγλου: Για το βιβλίο της Ελένης Νανοπούλου «Το χωριό μου» των εκδόσεων Εύμαρος

 Το κορίτσι με το εργόχειρο, η Ελένη, η Ελένη Νανοπούλου, που αντικατέστησε τις βελόνες με μολύβια και το κέντημα με λευκές κόλλες χαρτιού. Εξάλλου όπως η ίδια θα μας εκμυστηρευτεί αγαπούσε τα γράμματα από μικρή, «ήθελε να φύγει να σπουδάσει» και εκείνα την ακολούθησαν με αιώνιους δεσμούς στο ρου της ζωής της. Η Ελένη προοικονομεί το μέλλον της και με συγγραφική άνεση μας περιγράφει τα πρώτα χρόνια της ζωής της, σε μια συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Εύμαρος.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου, διακρίνουμε στέγες, σπίτια, ισόγεια και έναν ήλιο να φωτίζει τους κατοίκους αυτού του χωριού. Έναν κίτρινο ήλιο στην άκρη, όπως εκείνους που ζωγραφίζαμε παιδιά και ζεσταίναμε τις παιδικές μας ζωγραφιές.

Η Ελένη καταφέρνει λοιπόν με τη γραφή της να μας οδηγήσει στο χωριό της, στα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Εκεί, άλλοτε μας τραβά από το χέρι και λαχανιασμένοι μαζί της κρυβόμαστε πίσω από «τη μάντρα που άκουγε  τα όνειρα» παρακολουθώντας τα χρόνια της,  και άλλοτε μας βάζει πίσω από «την κίτρινη πόρτα του καφενείου, που χώριζε το σπίτι από τις τυχόν ύποπτες ματιές του αρσενικού πληθυσμού προς τις θηλυκές μορφές». Αυτή η πόρτα χώριζε το ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, την οικογένεια, το «σπίτι», από το καφενείο, τον κόσμο, το «χωριό». Δημιουργείται μια αντίθεση και ένας διαχωρισμός, που γλυκά συνδέει ένα μικρό σγουρομάλλικο κορίτσι.

Κρατάμε στα χέρια μας μια κατάθεση ψυχής, ένα λεπτοκαμωμένο βιβλίο όπως εξάλλου είναι και η Ελένη, μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα, μάνα, φίλη και συγγραφέας, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στο χαρακτήρα. Ένα βιβλίο θησαυρό, γεμάτο αναμνήσεις, νεανικά όνειρα, παιδικές αφέλειες, μυρωδιές, ακούσματα και εικόνες, στοιχεία που αφυπνίζουν τις αισθήσεις μας, μιας και όλοι θα βρούμε κάποια στοιχεία της δικής μας παιδικής και νεανικής ζωής, της δικής μας καταγωγής, ανακαλώντας μνήμες και εικόνες, από τα χρόνια που ζούσαμε στο δικό μας πατρικό!

Τις περισσότερες φορές, έστω και ασυνείδητα, αυτό γίνεται για να «ξαναβρούμε» τον εαυτό μας, αυτό το νεαρό κορίτσι ή αγόρι, όταν μέσα στις δυσκολίες τις ζωής χάνουμε το δρόμο ή την ταυτότητά μας. Η γραφή της Ελένης θα ενώσει το παρελθόν με το μέλλον, χρησιμοποιώντας τα παιδικά χρόνια και θέλω ως γέφυρες. Γέφυρες όμως σταθερές, που όπως η ίδια τονίζει,  πατούν σταθερά στο χώμα «όπως τα ισόγεια σπίτια του χωριού της», «όπως τη μάνα της που βάδιζε σταθερά και τα προλάβαινε όλα», «γέφυρες που δεν γκρεμίζονται».

Γράφει η συγγραφέας: «Δεν είδαμε τότε τον κόσμο μας από ψηλά, παρά μονάχα στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που βρεθήκαμε στη βεράντα του δίπατου αυτού σπιτιού». Αυτό το τόσο απλό, αλλά ανθρώπινα ουσιαστικό καταδεικνύει την ιδιοσυγκρασία της Ελένης η οποία ήδη από το ξεκίνημα του βιβλίου θα δηλώσει πως «ο γενέθλιος τόπος καθορίζει την πορεία κάθε ανθρώπου» και «ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του λαού αντανακλά τη γη που τον γέννησε, τότε, θα καταλήξει η Ελένη,     είναι φυσικό που μεγαλώσαμε στο ίσιωμα χωρίς πολλά πετάγματα, δίχως ακρότητες». Διάφανοι απλοί άνθρωποι, με αγάπη και αλληλεγγύη. Ίσως σαν το δικό μας πατέρα, αδερφό, μάνα, συγγενή, γείτονα. Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή πιθανότητα, διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένης, να ΜΗΝ βρεις ένα δικό σου κομμάτι, μια δική σου πραγματωμένη αλήθεια και κατάσταση. Με τόση μεγάλη ειλικρίνεια έχει γραφτεί αυτό το βιβλίο. Άδολα και με απόλυτα φυσικό τρόπο, χωρίς όμως να κρύβεται η ποιητική γλώσσα και η ανάγκη ενός εξομολογητικού ύφους. Διαβάζοντας ανακαλύπτουμε και εμείς τα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, το χώρο που πλαστήκαμε, ένα δέντρο, μια αυλή, ένα καφενείο, μια πλατεία … Έτσι, μας λέει η Ελένη,  αν τα βάλουμε όλα αυτά σε έναν κύκλο μνήμης, θα βρεθούμε στο σπίτι μας σε χρόνο παντοτινό!

Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο της αγαπημένης φίλης και ποιήτριας, γύρισα πίσω και βρήκα το σπίτι μου, τα παιδικά μου όνειρα, τις αταξίες μου και τις μικροχαρές, τους γονείς και τους φίλους, την αρχή της ζωής.

Όμως υπάρχουν και αρκετά σημεία στο έργο της Ελένης που αφήνει να διαγραφεί η ανάγκη κάποιων, όπως γράφει,  «να ξεχάσουν ακόμη και το δρόμο για τα μνήματα», υπάρχουν και εκείνοι δηλαδή, που επιθυμούν τη λήθη, που επιθυμούν να σβήσουν δεσμούς και αναμνήσεις. Πικρό, αλλά ανθρώπινο και αληθινό, διάφανα το υπονοεί η συγγραφέας και το σέβεται.

Ο λόγος της είναι γλαφυρός και ποιητικός, οι περιγραφές της  με πλούσια λογοτεχνικά στοιχεία. Άψυχα στοιχεία της φύσης, του σπιτιού της, της γειτονιάς, των αναμνήσεων, αποκτούν ιδιότητες και συμπεριφορές, μιλούν, κινούνται, θυμώνουν, αισθάνονται, συμπεριφέρονται ανθρώπινα.

Χαρακτηριστικά αναφέρω:

  • «έκανε κρύο, έβρεχε δυνατά και είχαμε έναν κουβά στο πάτωμα, στο σημείο όπου έσταζαν τα κεραμίδια, καθώς τα σπάραζε ο αέρας και η βροχή».

 

  • «Τα αστροπελέκια χόρευαν στον γάμο του Ουρανού και της Γης»

 

  • «Ο ήλιος έπεφτε μαλακά, κι όταν οι τελευταίες ανταύγειες φωτός έβαφαν τον ορίζοντα με ιώδεις γραμμές, και πριν τις καταβροχθίσει η νύχτα, εμείς δεν θαυμάζαμε το λυκόφως, δεν κοιτούσαμε τον αυτοπυρπολημένο ήλιο με διάθεση ποιητική αλλά περιμέναμε το βραδινό να είναι πατάτες τηγανητές».

 

  • «Ο χρόνος αμνημόνευτος στεκόταν ψηλά, πάνω από τον ουρανό, αλλά δεν το ξέραμε. Τώρα η καρδιά με τη δική της μνήμη κουβαλάει αυτόν τον τόπο σαν το σώμα μας, που το κουβαλάμε μέχρι τέλους».

 

  • «Το ηλιοβασίλεμα για άλλη μια φορά θα έβαφε υπέροχα τα αντικρινά βουνά με τις περίφημες Τρύπες, τις πλαγιές με τις αμυγδαλιές και τον στενό κάμπο με τις ελιές πλάι στο ποτάμι με τα άσπρα χαλίκια».

 

  • «Τα χρόνια της παιδικής ηλικίας είναι πλημμυρισμένα από μαγευτικές εικόνες – ανακαλύψεις σε χρόνο και χώρο».

 

Τα δρώντα πρόσωπα στο έργο της Ελένης, δεν είναι πλασματικοί  χαρακτήρες, είναι πρόσωπα με τα οποία αγκαλιάστηκε, έκλαψε, γέλασε και έζησε όμορφες,  αλλά και δύσκολες στιγμές. Αυτό δίνει εκ των προτέρων μια μεγάλη αξία στην ανάγνωση τη δική μας, γιατί μας αφήνει να μπούμε στον ιδιαίτερο κόσμο της.  Μας αφήνει να ακούσουμε του ίδιους ήχους, να γευτούμε όσα και εκείνη και να δούμε όσα γέμιζαν τα δικά της μάτια. Μας κάνει κοινωνούς μιας σημαντικής περιόδου της ζωής της.

Γινόμαστε μαζί της παντογνώστες αφηγητές και βρίσκουμε κομμάτια της δικής μας ζωής. Σε μια πρωτοπρόσωπη ομοδιηγητική  αφήγηση, με εσωτερική εστίαση, παρατίθενται τα συναισθήματά της, όπως διαμορφώνονται και όπως τα βιώνει η ίδια, στη ροή των διαφόρων μικρών αποσπασμάτων.

Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, τονίζει την προσωπική μαρτυρία της Ελένης, εξασφαλίζοντας αμεσότητα και πειστικότητα, προσδίδοντας ένα εμπιστευτικό και εξομολογητικό χαρακτήρα. Η σταθερή εστίαση, η οποία φυσικά είναι η οπτική γωνία της Ελένης, δίνει την αίσθηση και το πλεονέκτημα της συμμετοχής του αναγνώστη.

Τα πρόσωπα που μας παρουσιάζει, σκιαγραφούνται δίνοντάς μας άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες μέσα από την περιγραφή αλλά και τα σχόλια που κάνει η Ελένη όπως για παράδειγμα το περιστατικό με τα κάλαντα, όπου η νοικοκυρά πετά στα παιδιά ένα πενηνταράκι και ένα αμύγδαλο. Περιττό να αναφέρει κάτι παραπάνω για το χαρακτήρα αυτής της γυναίκας η συγγραφέας.

Ο δε χρόνος της αφήγησης ακολουθεί μια ευθύγραμμη σειρά όσων αφορά την ηλικία της Ελένης. Ίσως κάποιες φορές θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε κάποιες αναχρονίες και παραβιάσεις του χρόνου, αλλά αυτό γίνεται για την παράθεση αναδρομικών στοιχείων ή για κάποια μορφή προοικονομίας.

Οι περιγραφές της Ελένης κρύβουν λεπτομέρειες, τις οποίες πιστεύεις πως μόνο εσύ γνώριζες ή είχες παρατηρήσει. Είναι συγκλονιστική η διείσδυση της στη μνήμη. Χαρακτηριστικά θα αναφέρω το κεφάλαιο «Ο φάρος» όπου ακοπίαστα η Ελένη με φέρνει πίσω αρκετά χρόνια, σε μια παρόμοια εκδρομή με τη δική της, να βλέπω αγόρια να τολμούν βουτιές από τον ίδιο καθώς φαίνεται βράχο και να σωπαίνω αγωνιώντας μέχρι να δω τον νεαρό να ξεπροβάλλει από τον βυθό της θάλασσας. Τέτοια είναι η επιτυχία στη γραφή της Ελένης, να έχεις την αίσθηση πως περιγράφει μια δική σου ανάμνηση, μια δική σου αλήθεια. Ταυτόχρονα μέσα από τα κεφάλαια δίνονται και βασικά στοιχεία και πληροφορίες για θέματα κοινωνικά, βιοπορισμού, επαγγελμάτων της εποχής. Μια κατάθεση σημαντική για τη λαογραφία του τόπου της. Συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο «Στ’ αλώνια» παραθέτει αποσπάσματα και άλλων λογοτεχνών, σχετικά με το μαύρο θησαυρό της περιοχής της, την περίφημη Κορινθιακή σταφίδα.

Όσον αφορά τις προσωπογραφίες στο τέλος του βιβλίου, θα συμφωνήσω με το Γεράσιμο Δενδρινό πως πρόκειται για κείμενα απαράμιλλης αισθαντικής τέχνης. Τέτοια είναι η ομορφιά αυτών των κειμένων που σου είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς με κάποιο από όλα αυτά τα πρόσωπα, τα οποία από απλούς χαρακτήρες της καθημερινότητας, η Ελένη τους μετέτρεψε σε σημαντικούς και αιώνιους.

Στο κεφάλαιο «Σαν επίλογος» τρεις γυναίκες, τρεις Γιωργίτσες, οδηγούν σε ένα συγκλονιστικό συμπέρασμα, αυτό των ενοχών που όλοι κάποια στιγμή της ζωής μας θα νιώσουμε και στην ανάγκη να αναζητήσουμε τον εξαγνισμό αυτών. Για την Ελένη ο εξαγνισμός συντελείται μέσα από την προσωπική της κατάθεση για όλα αυτά τα πρόσωπα σε τούτο εδώ το βιβλίο. Έτσι τονίζει τη δύναμη που έχει η γραφή, η οποία ενώνεται με τη ανυπέρβλητη ισχύ της μνήμης. Όλα τα βιωμένα τα ορίζει ως μια προσωπική αλήθεια και πραγματικότητα, τα οποία χωρίς τα γραπτά τεκμήρια θα έμοιαζαν απλώς όνειρα και επιθυμίες μιας ταπεινής λεπτοκαμωμένης ύπαρξης.

Θέλω να συγχαρώ τη φίλη μου Ελένη, για αυτή την κατάθεση ψυχής και να της ευχηθώ να είναι πάντα δημιουργική και ευτυχισμένη, ζώντας και χαρίζοντάς μας πάντα τέτοια δείγματα γραφής.

 














Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...