Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σιωπηλά αλλά λαλίστατα ~ Ειρήνη Βεργοπούλου

 

Εχθές, 28 Οκτωβρίου, σε επίσκεψη σε σπίτι υπεραγαπημένης φίλης στην πανέμορφη γειτονιά του Υμηττού, και περπατώντας για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες επί της οδού Κολοκοτρώνη, στις παρυφές του πάρκου Άρη Αλεξάνδρου, διότι για δεκαετίες διεσχιζα μόνο με το αυτοκίνητο το δρόμο αυτό, είχα την ευλογία της "συναντησης" με τις δύο λαβωμένες μεν, αλλά ακόμα ωραιότατες αυτές κυρίες, στολίδια της περιμέτρου του πάρκου, τις οποίες ίσως πια ελάχιστοι προσέχουν και χαιρετούν, αυτες όμως δεν σταματούν να νεύουν στον διαβάτη, υπομονετικά, καρτερικά.






φωτ. Ειρήνη Βεργοπούλου

Σχόλια

Αγαπημένες Αναρτήσεις

[Haiku - Κατερίνα Ατσόγλου ]

  Ο ήλιος παίζει ανάμεσα στα φύλλα θαρρώ της καρδιάς 16 Μαΐου 2016 Δροσιά της αυγής πέταλα της νιότης σου πόνος σε λήθη

Το φιλικό δάσος ~ Paul Valery

Πλάι‐πλάι, σκεφτόμαστε πράγματα αγνά, μες στων δρόμων τα μάκρη μαζί περπατώντας, απ’ τα χέρια κρατιόμαστε οι δυο μας σιωπώντας… στ’ άνθη ανάμεσα τα σκοτεινά… Σα μνηστήρες μονάχοι βαδίζαμε ώρα, μες στην πράσινη νύχτα των κάμπων, κι εκείνη τη φασμαγορική μοιραζόμαστε οπώρα, των τρελών φιλενάδα καλή, τη σελήνη. Και κατόπιν στη χλόη πεθάναμε, μόνοι, στο γλυκόν ίσκιο, μακριά, του δάσους αυτού που σαν κάτι δικό μας ψιθυρίζει αυτού. Και κει πάνω στο φως που ποτέ δεν τελειώνει, ευρεθήκαμε κλαίγοντας, ξάφνου, ω καλέ μου, της σιωπής σύντροφέ μου. Μετάφραση : Μήτσος Παπανικολάου Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τ. 54 (1953), σελ. 107, και στο βιβλίο: Μήτσος Παπανικολάου, «Μεταφράσεις», β΄ έκδοση, Πρόσπερος, Αθήνα 1987, σελ. 49-50. V. Van Gogh,  Ζευγάρι που περπατά στο δάσος . 1890. Art Museum Cincinatti.

Αφιέρωμα στον Πατέρα [Β']

  Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, V. Ο ΠΑΤΕΡΑΣ Ο πατέρας, βουνό που ραγίζει Ένα βουνό που κλαίει την ήττα του Bροντή που θυμώνει Ντέους, Θεός, Μη λες τ' όνομά του επί ματαίω Οιδίπους Ο πατήρ, η μικρή του Αντιγόνη, Ο πατέρας των παιδιών μου Αβραάμ γυμνός από βιβλικά στολίδια, Γυμνός. Πώς μπορεί Να ζει ο πατέρας Γυμνός εκεί πάνω στο λόφο; Πώς ξύπνησες Περιστέρι μου, γεράκι μου Πού είσαι; Ο πατέρας σου Χάθηκε στη μαύρη γη Το γέλιο του Το φοράς Κάθε πρωί Για να κοιτάζεις Τη βροχή και Τους ανέμους. Δεν ξέρω πού χάνονται οι πατεράδες Ίσως κοιμούνται κάτω από Την ιστορία τους. Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου, Χρώμα μελαχρινό, εκδ. ΑΩ, 2020 Αγγελική Γιαννέλου, Η Ημέρα τού πατέρα (Μνήμη τώρα) Τα μαύρα περιστέρια Σουρούπωνε σαν έβγαιν' απ' το σπίτι Έστρωνε στα μαλλιά την μπριγιαντίνη Κοιτούσε, μη τον έβλεπε κανένας Μαύρα μονάχα περιστέρια κράζαν, από 'ναν γέρο πεύκο, στην αλάνα Τ' αγάπαγε τα μαύρα πε...

Λιγες Και Μια Νυχτες - Ισίδωρος Ζουργός (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

  Την άνοιξη του 1909, ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαµίτ ο Β΄ εξορίζεται στη Θεσσαλονίκη και µένει έγκλειστος σε µια εντυπωσιακή έπαυλη. Εκεί, σύµφωνα µε το µυθιστόρηµα, θα διηγείται για λίγες νύχτες σ’ ένα µικρό κορίτσι τη ζωή του. Ένα εντεκάχρονο όµως αγόρι κρυφακούει… Εβδοµήντα χρόνια μετά, θα υπάρχει ακόµη µια νύχτα, µάλλον µια ζωή ολόκληρη σε µία µόνο νύχτα. Άλλωστε στον 20ό αιώνα αργούσε συχνά να ξηµερώσει. Το Λίγες και µία νύχτες, µε άξονα την ερωτική ιστορία που φωλιάζει στην καρδιά της αφήγησης, εξιστορεί µια περιπέτεια για το κυνήγι του πλούτου και την αναζήτηση της ευτυχίας. Το βιβλίο αναπλάθει µια µαγευτική συνοικία έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, αυτή των Εξοχών, που έσβησε για πάντα. Είναι ακόµη µια γραφή για τα σπίτια, φτωχικά και πλούσια, για το µέσα και το έξω τους, για τους τοίχους και τα έπιπλα όπου υφαίνονται οι ανάσες ζώντων και τεθνεώτων. Το Λίγες και µία νύχτες εµπεριέχει ακόµη κατά κάποιον τρόπο τον σχολιασµό του, διερωτάται πίσω από την κουίντα για τα άγ...

Lacrimae Rerum ~ Αγγελική Γιαννέλου

    LACRIMAE RERUM. motto: Ασκητής χρόνια, στη φωνή μου μονάζω' πόνων ποιμένας  ~~~   Ενάτη Ώρα Στης καρδιάς τα πεδία συσσεισμός τρόμος   Φρέαρ ορύσσω, ν' αναβλύσουν πυρφόροι τής Γενιάς θρύλοι   Στην Ύβρι πάνω, πεπραγμένων δεσμώτης, προσδοκώ Δίκην     ~~~      Απελπισμένοι οι πιστοί μας οι όρκοι παραδοθήκαν   Οι πολεμίστρες,  πια, αφύλαχτες μείναν Ρήμαξ ' η χώρα Στ' αποκαΐδια μαυροπούλια και γύπες  γελώντας κρώζουν ~~~     Θρυματίστηκαν  -σκουριασμένοι καθρέφτες- οι προσδοκίες   Αχλύς γινήκαν ματωμένης ελπίδας άγουρα χρόνια   Ο θερισμός μας, τόσων χρόνων αγρυπνίας, πέτρινα στάχυα     ~~~  Μέ κατατρύχουν τού Ταρτάρου τα ρίγη Άταφοι σκούζουν   Μ' έχουν οργώσει τών αιμάτων τα μύρα Ανθίζω μνήμες   Μ' ένα τραγούδι θα λαλήσω τον πόνο, σα νυχτοπού...