Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ἱερὰ Ὁδός ~ Ἄγγελος Σικελιανός



Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα

ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου

μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως

ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα

βουλιάζει.


Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,

σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει

ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν

περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο

ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει

σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.

Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα

σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.


Φανερωμένος

μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε

ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια

γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα

ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,

μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τους σὰν ἴσκιους.


Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος

κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα

μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα

π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,

θρονὶ μοῦ φάνη μοιραμένο μοῦ ἦταν

ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,

σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας

ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα

αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.


Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο

τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.

Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,

καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες

συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.


Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω

νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο

τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να

χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία

τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε

στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.


Ἡ μία,

(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,

μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο

τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω

μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη

ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν

ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,

αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,

μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,

γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν

Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της

πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.

Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,

σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο

μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο

ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα

τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα

τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα

στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!


Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη

ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα

῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας

στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο

ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες

φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια

τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,

νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της

γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται

ζωηρά.


K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα

ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,

ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες

στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·

ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.


Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία

τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,

δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα

μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα

δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες

ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.


Τί ἐτούτη ἀκόμα

ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν ᾌδη.


Καὶ σκυμμένο

τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,

καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος

κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.


Μὰ ὡς, τέλος,

ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,

καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου

μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι

τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια

τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.

K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:

«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα

ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,

κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τήνε κράζω,

θὰ γιορτάσουν μαζί;»


Κι ὡς προχωροῦσα,

καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια

πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος

νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,

καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα

βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε

πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη

ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,

ἕνα μούρμουρο,

κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:


«Θὰ ῾ρτει.»


(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)









Σχόλια

Αγαπημένες Αναρτήσεις

2 Ποιήματα ~ Γρηγόρης Σακαλής

 Γαλήνη Με τη γιόγκα με τη σωματική άσκηση προσπαθείς να λύσεις διάφορα θέματα του εαυτού σου να τα αντιμετωπίσεις μα είναι κάτι άλλο πιο βαθύ που σου λείπει είναι η αυτογνωσία χρειάζεσαι διαλογισμό για να γνωρίσεις πρώτα τον εαυτό σου κι ύστερα τους άλλους την ανθρώπινη φύση όλα είναι πνευματικά αυτός είναι ο χρυσός κανόνας από εκεί ξεκινούν όλα και εκεί καταλήγουν όταν το πνεύμα σου βρει τη γαλήνη τότε θα έρθει η ισορροπία σώματος - νου και θα βρεις τη φώτιση. Τρόπος ζωής Μέσα στα πολλά φτιασίδια κυκλοφορείς και χάνεσαι μόνη τις νύχτες στα μαγαζιά τριγυρνάς στα μπαρ και τα κλαμπ ξοδεύεις την ύπαρξη σου και πέρασες έτσι τα καλύτερα σου χρόνια ικέτις στον ανύπαρκτο ναό μιας διασκέδασης χωρίς νόημα τώρα εγχειρίζεσαι για να παραμείνεις όμορφη μα δεν ξέρεις ότι η ομορφιά είναι κάτι σχετικό και πάντως όχι αυτό που προσπαθείς να γίνεις για να συνεχίσεις να ζεις μ΄αυτό τον λανθασμένο τρόπο που πέρασες ως τώρα τη ζωή σου.

Ενηλικίωση ~ Νίκος Μυλόπουλος

  Κινούμαι πάνω στην πληγή που δεν φαίνεται και ονομάζεται δρόμος Φορές ατέλειωτος οδηγεί στην απόλαυση Αν φτάσεις στο τέρμα πουλί θυμίζει που μόλις πέταξε Η ίδια η ζωή μοιάζει με τόπους και καταστάσεις Που ονειρεύονται την απόδραση. Προσπερνώντας τα αγέλαστα πρόσωπα Μένω εμβρόντητος μπροστά στη νεκρή πινακίδα Που την έξοδο δείχνει ανύπαρκτου κινδύνου. Ψαρεύω απ’ το παρελθόν να πιάσω το σήμερα Σε περιβάλλον ασταθές και ακατανόητο Οι πιο καλοί κι οι πιο κακοί στο τέλος επιβιώνουν. Οι υπόλοιποι όλοι γίνονται λίπασμα στα πάρκα της πόλης Μισής χαράς ανθεστήρια. Επιλεγμένος ψίθυρος η αγκαλιά Ύστερα έπεται η απουσία. Ματαιώσεις και ρωγμές ό,τι απέμεινε Από μια πάλλουσα ασημαντότητα. ‘House, Benbecula, Hebrides, 1954’ by photographer, Paul Strand. Scottish island inspiration for Alexander McQueen Spring/Summer 2017.

Η Θεία Κωμωδία του Δάντη, μεταφρ. Νίκος Καζαντζάκης

  Στο μεσοστράτι απάνω τής ζωής μας σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι γιατί ’ταν η ίσια στράτα αστοχημένη... [nel mezzo del cammin di nostra vita mi ritrovai per una selva oscura, chè la diritta via era smarrita...] Η Θεία Κωμωδία του Δάντη, μεταφρ. Νίκος Καζαντζάκης   Antonio Masotti Gente della Bassa (1963)

«Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει» ~ Νίκος Καρούζος

Paris during the 1950s. Photo by Georg Stefan Troller. Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει. Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει· ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει. από τη συλλογή «Αντισεισμικός τάφος» (1984). Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα Β΄ (1979-1990)», Εκδόσεις Ίκαρος

Niels Lyhne ~ Jacobsen Jens Peter (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

        Το Νιλς Λυν, ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφική χροιά, είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που γεννιέται με προδιαθέσεις προς το όνειρο και όχι τη δράση. Αυτό που ονειρεύεται δεν είναι αδύνατο, θα 'πρεπε μονάχα η πραγματικότητα να δεχτεί να μοιάσει με τις εσωτερικές του επιθυμίες. Όμως ο Νιλς Λυν κλείνεται μέσα στο όνειρο. Παρ' όλο που φλεγόταν από την επιθυμία ν' αγαπήσει, δεν γνώρισε παρά μόνο μέτριες ή ημιτελείς περιπέτειες. Φιλόδοξος, πήγαινε από τη μια αποτυχία στην άλλη. Ο Γενς Πήτερ Γιάκομπσεν έγραψε το βιβλίο αυτό για τους άνδρες και τις γυναίκες που του μοιάζουν, σαν ένα φιλικό οδηγό. Είναι η ιστορία ανθρώπων πολύ εξιδανικευμένων για τον κόσμο όπου έζησαν και για τους έρωτες για τους οποίους υπέφεραν, "ψυχές σκοτεινές και βαθιές που το πεπρωμένο έκλεισε μέσα σ' ένα κύκλο μέτριων δυστυχιών", έγραφε ο Έντμοντ Ζαλού στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης. Τοποθετούσε το Νιλς Λυν σ' "ένα απ' αυτά τα βιβλία που αγγίζουν βαθιά τις πιο συναισθηματικ...

Παιδικές Λαχτάρες ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Μες τις παιδικές λαχτάρες ακούς τη ζωή. Φωνάζει δυνατά και άναρχα μαζεύει κοχύλια και φτιάχνει στην άμμο κάστρα. Δεν κρατά τα προσχήματα μήτε νοιάζεται για το « τι θα πει ο κόσμος ». Ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους. Το βάρος της μοναξιάς, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024, σελ.50 Photo By: Thomas Veres

Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμιά με κοιτούσαν με μίσος κι απορία. Ζητούσαν να καταλάβω μιαν άδικη μοίρα και πως στη ζωή ευτυχισμένος δεν είναι εκείνος που χαμογελά. Τώρα, χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές κάποιο σημάδι να έχουν οι μόνοι να νιώθουν πως κάποιος τους νοιάζεται κι ας μην τους σώσει ποτέ. Το βάρος της μοναξιάς, εκδ.Βακχικόν, σελ.9 η φωτογραφία είναι από το διαδίκτυο