Ήταν που έσερνε τα βήματά του στο δρόμο
ήταν ο ήλιος που του έκαιγε το μέτωπο
οι αδιάφοροι οδηγοί
ήταν τα πόδια του
δυο ξεχαρβαλωμένες μηχανές του χρόνου
που άντεχαν να συνεχίζουν
και περπατούσαν
όχι γιατί ήξεραν πού πάνε
αλλά γιατί ο χρόνος δεν σταματάει
γι αυτούς που πονάνε
μα περισσότερο απ’ όλα
εκείνο που με συντάραζε
κάθε φορά που τον έβλεπα να περνάει
ήταν οι κυρτωμένοι ώμοι του
από το βάρος που κράταγε στα χέρια του
το βάρος της αξόδευτης αγάπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου