Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Τάμα ~ Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 


Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης το φέρνανε στην αυλή. Ήταν αρκετά μεγάλη, χωμάτινη, φυτεμένη με τα βολβοειδή της άνοιξης. Κατάλευκο, με μια κόκκινη κορδέλα στον λαιμό – ο βρόγχος του εθίμου – όπως έλεγαν οι κτήτορες της τελετής. Το δένανε στη μουριά κι αυτό στάλιαζε έντρομο λίγες ώρες πριν το λεπίδι. Το δέντρο φυτεύτηκε στα χρόνια του πρώτου πολέμου του αιώνα για να κρατά σκιές στις αμαρτίες των άδικων θανάτων. Το κτήμα γεμάτο λεμονόδεντρα, αγριαχλαδιές, αρκετές τζιτζιφιές, μια καρυδιά δίπλα στο πηγάδι και τέσσερα κυπαρίσσια στις άκριες του χωραφιού, πανύψηλα να ορίζουν την ιδιοκτησία των απογόνων του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου στη λουτρόπολη της Αιδηψού. Η μουριά μαύριζε με τους καρπούς της τον κήπο με τις λίθινες γούρνες, φυτεμένες γεράνια, ορτανσίες, γαρδένιες, και τη μοναχική μανόλια που συντρόφευε την αυλόπορτα. Τη μοναδική χρονιά που δεν φύλαξε η μουριά αρνί, ήταν εκείνη που στον κήπο, Μεγάλη Παρασκευή, στα πάτερα που ετοίμαζαν τα σφάγια του Πάσχα, ακούμπησαν τα φέρετρα των τριών από τα επτά παιδιά της οικογένειας που χτύπησε ο δυναμίτης.

Νιώθαμε όλο το βράδυ ότι προσπαθούσε να δραπετεύσει, να ελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό με την αφιλόξενη μουριά. Ο εκδορέας, με το τσιγκελωτό μουστάκι, το καρό πουκάμισο και το μάλλινο παντελόνι μέσα στις γαλότσες, έφτανε άλλοτε τις πρώτες ώρες της Μεγάλης Πέμπτης κι άλλοτε το μεσημέρι, ανάλογα με τη δουλειά που είχε στο χωριό. Δεν ήταν ο μόνος που έσφαζε, αλλά ήταν ο πιο προσεκτικός. Ήταν ο μόνος, που όταν τακτοποιούσε το αρνί δεν ήθελε να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Στο τέλος της ημέρας ήταν και δεν ήταν στα κανονικά του, καθώς σε κάθε επίσκεψη όλο και κάτι έπινε. Όχι για να ξεχάσει τον θάνατο που σκόρπαγε, αλλά για να τιμήσει το έθιμο, για να τιμήσει το τάμα. Το βράδυ της Ανάστασης, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο και μπλε γραβάτα, αμίλητος συνόδευε τις κόρες και τη γυναίκα του – που ήταν και η ομορφότερη του χωριού – στην εκκλησία. Αρκετά σοβαρός, στεκόταν κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας και ήταν ο τελευταίος που έπαιρνε αντίδωρο από το χέρι του παπα-Ηλία, στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι κινήσεις του τυποποιημένες και αρκετά δωρικές. Έκανε έναν φαρδύ σταυρό στο περβάζι της εισόδου με το κερί της Ανάστασης, καθόταν στο τραπέζι, έπινε μερικά ποτήρια κρασί, που συχνά βουτούσε το ψωμί – που ο ίδιος ζύμωνε – και μετά πήγαινε για ύπνο.

Νήστευε όλη τη Σαρακοστή τα πάντα. Το φαγητό του ήταν λιτό: ψωμί, ελιές, ντομάτα, λάδι, σκόρδα και κρεμμύδια χλωρά από το μποστάνι του. Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα, ξυπνούσε νωρίς και έφευγε με ένα σακίδιο στην πλάτη για το προσκύνημά του. Ανέβαινε τη ράχη ολομόναχος, έφτανε την ώρα που χάραζε, ενώ η Αιδηψός ήταν πνιγμένη στον καπνό από τις κληματόβεργες. Το εκκλησάκι, από τότε που κρέμασαν στη μουριά τον πατέρα του, έστεκε βιγλάτορας στη δική του μνήμη. Ανήμερα του Πάσχα, ξεψύχησε σαν σφαχτάρι. Εκείνος ήταν τριάντα χρονών κι αυτός μόλις έξι μηνών. Μεγάλωσε ορφανός, έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού, σκάλιζε το ξύλο με μαεστρία. Τα σκαρπέλα και τα κοπίδια του πάντα τροχισμένα και με τις οδηγίες του δημιουργούσαν αριστουργήματα. Εξαπτέρυγα σε τέμπλα, λέοντες στη βάση επισκοπικών θρόνων, αγγέλους που κρατούσαν καντήλες. Όπως έλεγαν, κελαηδούσαν οι καρυδιές στα χέρια του. Τη Μεγάλη Εβδομάδα τιμούσε τον θυμό του, γύρναγε στις αυλές του χωριού και δώριζε τον θάνατο στα ζωντανά που την Κυριακή του Πάσχα γύριζαν στις σούβλες. Έστρωνε κάτω από τη μουριά ένα μάλλινο υφαντό, το στόλιζε με μια καράφα κρασί, ένα καρβέλι ψωμί, μια φέτα τυρί, μερικά κομμάτια χορτόπιτα και δύο αυγά κόκκινα. Ένα για αυτόν κι ένα για τον πατέρα του. Ο ουρανός γεμάτος αερόστατα που άφηναν οι νέοι του χωριού, κι αυτός εκεί ψηλά, κοντά στον ήρωα της οικογένειας, άδειαζε την καραμπίνα του αρκετές φορές στον αέρα. Αργά το βράδυ κατηφόριζε για το τσαρδάκι του, έχοντας εκτελέσει ακόμη μια φορά το τάμα του.





Σχόλια

Αγαπημένες Αναρτήσεις

Παιδικές Λαχτάρες ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Μες τις παιδικές λαχτάρες ακούς τη ζωή. Φωνάζει δυνατά και άναρχα μαζεύει κοχύλια και φτιάχνει στην άμμο κάστρα. Δεν κρατά τα προσχήματα μήτε νοιάζεται για το « τι θα πει ο κόσμος ». Ο κόσμος όλος είναι τα χέρια τους. Το βάρος της μοναξιάς, Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024, σελ.50 Photo By: Thomas Veres

Σαν ευχή για μια γυναίκα [04/02] ~ Κατερίνα Ατσόγλου

Όσο κι αν μας τρομάζει τούτο το ταξίδι πίσω από τον τοίχο έχει μια θάλασσα ένα λιβάδι και παγωτά έχει ένα ροζ ποδήλατο, ένα για την καθεμιά μας έχει όνειρα «ξανά» από την αρχή ένα πικάπ να παίζει τα τραγούδια που αγαπήσαμε και λαστιχάκια, για να ξαναφορέσω στα μαλλιά σου. Όσο κι αν μας τρομάζει τούτο το ταξίδι, είμαστε μαζί. Το βάρος της μοναξιάς, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024

Η Αλκυόνη ψάχνει τον σύζυγό της (1915), έργο του Herbert James Draper ~ Χέρμπερτ Τζέιμς Ντρέιπερ

Και στης ζωής τους πιο βαριούς χειμώνες αλκυονίδες μέρες καρτερώ. (Ι. Δροσίνης)     Η Αλκυόνη περίμενε τον άνδρα της στο ακρογιάλι και καθώς περνούσε η ώρα κι ο καιρός η αγωνία της μεγάλωνε ακόμη περισσότερο . Μέσα από τη μανιασμένη θάλασσα το μόνο που μπορούσε πια να αντικρύσει ήταν κάποια ξύλα από το καράβι του Κύηκα . Άρχισε τότε να κλαίει απαρηγόρητα . Ημερόνυχτα θρηνούσε το χαμό του αγαπημένου της Κύηκα . Ο Δίας στο τέλος τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε ένα πανέμορφο πουλί , με λαμπερά γαλάζια φτερά , την αλκυόνα (Alcedo atthis ) . Η αλκυόνα ζει και αναπαράγεται κοντά σε ακτές , ποτάμια , λίμνες , υγροτόπους και σε παράκτιες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας , της Κύπρου και της Ευρώπης γενικότερα . Μοιάζει σα να περιμένει να εμφανιστεί μέσα από τα κύματα ο αγαπημένος της Κύηκας . Το μαρτύριο όμως της αλκυόνας δεν τελείωνε εδώ . Γεννούσε τα αυγά της μέσα στη βαρυχειμωνιά και τα κλωσούσε πάνω σε πέτρες και βράχια στις ακτές . Κάποιες φορές τα αγριεμένα κύματα όμως ορμούσαν με ...

«Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει» ~ Νίκος Καρούζος

Paris during the 1950s. Photo by Georg Stefan Troller. Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει. Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει· ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει. από τη συλλογή «Αντισεισμικός τάφος» (1984). Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα Β΄ (1979-1990)», Εκδόσεις Ίκαρος

[Haiku - Κατερίνα Ατσόγλου ]

  Ο ήλιος παίζει ανάμεσα στα φύλλα θαρρώ της καρδιάς 16 Μαΐου 2016 Δροσιά της αυγής πέταλα της νιότης σου πόνος σε λήθη

VITA NUOVA ~ Κώστας Οὐράνης (Λεωνίδιο 1890 - Ἀθήνα 1953)

  Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι ὅπως ἕνα δέντρο, ὁποὺ θροΐζει ἀνάλαφρα σὲ πρωινὸ τοῦ Ἀπρίλη μέσ᾿ σ᾿ ἕνα κάμπο εἰρηνικό, γεμάτον φῶς γαλάζιο καὶ παπαροῦνες κόκκινες καὶ ἄσπρο χαμομήλι. Δὲν θέλω πιὰ παρὰ νὰ ζῶ ἔτσι σὰν ἕνα ρόδο, ποὺ ἄνθισε κατάμονο μέσα σὲ πρᾶο χειμώνα σ᾿ ἕνα πεζούλι φτωχικὸ κι ἡλιόφωτο, ποὺ νἄχει ἀσβεστωμένο τοίχωμα νὰ τοῦ κρατάει τὸ χῶμα. Θεέ μου! ἄσε με νὰ ζῶ σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ μύρια, τ᾿ ἀνώφελα τὰ ἔντομα ποὺ ἀπὸ τὸ φῶς μεθᾶνε καὶ τὴ ζωή τους στοὺς ἀνθοὺς ἀνάμεσα περνᾶνε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸν κόσμο, μοναχὸ σ᾿ ἕνα λευκὸ σπιτάκι: καὶ νἄχω μέσα στὴν ψυχὴ τῶν γέρων στὴν εἰρήνη καὶ στὴν καρδιά μου τῶν φτωχῶν τὴν ἔνθεη καλωσύνη. © Artist Rachel Grant

Η Λογική ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Τα παράλογα να δούμε λογικά και τη σιωπή μαγεία μα τι νομίζεις πως είμαστε εικόνες για τάματα και προσευχές; Το τίποτα να κάνω νησί στον ωκεανό και τις λέξεις σου πέταλα μιας ανθισμένης βουκαμβίλιας Αυτή είναι η λογική