Τα ετεροθαλή αδέλφια του πατέρα μου [ Όταν η τραγικότητα δεν έχει τέλος...]
[...] Η γιαγιά μου δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Ως τα στερνά της καταριότανε τον πόλεμο και τους ηγέτες τούς ανόητους και αλαζονικούς που αιματοκυλούν τον κόσμο. "Όλοι παιδιά του ίδιου Θεού είμαστε", έλεγε, "ίδιες ανάγκες έχουμε, ίδια αγαπάμε και ίδια παλεύουμε για τη ζωή. Ανάθεμα σ΄εκείνους που οδηγούν ανθρώπους στη σφαγή και στην καταστροφή. Ανάθεμα". Την έτρωγε σαράκι, που δεν μπόρεσε τουλάχιστον να θάψει τον Αντώνη της... που πήγε άκλαυτος. Ο παππούς Θόδωρος προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας ότι κι εκείνος, που έθαψε την οικογένειά του όλη με τα χέρια του, μήπως τάχα αισθανότανε καλύτερα;
Μετά τον πόλεμο γύρισε ένας φίλος του θείου Αντώνη στην κωμόπολη που έγινε πατρίδα μου, και μας διηγιόταν -χρόνια ύστερα- πως είχε γίνει το κακό. Έτυχε μάλιστα αυτός να είναι ο διορισμένος παιδονόμος μας. Αντιπαθής από τον ρόλο του. Όταν όμως μας περιέγραφε τον θάνατο του θείου μου, γινόταν άλλος άνθρωπος κι ανέβαινε στα μάτια μας. Ήσαν μαζί στο μέτωπο, μοιράζονταν τον κίνδυνο καθημερινά, και όντας κοντοχωριανοί συνδέθηκαν με αληθινή φιλία.Σε μιαν ανάπαυλα ξεκούρασης διέταξε ο λοχαγός τον θείο μου να πάει ως μια πηγή κάπως μακριά να φέρει νερό. Αυτός αντέδρασε παραπονούμενος ότι στέλνουνε για νερό όλο τον ίδιο."Βαρέθηκα με τα παγούρια σας πέρα δώθε", του φώναξε. Ο λοχαγός τον απείλησε με τιμωρία για ανυπακοή, αλλά πετάχτηκε μπροστά ο φίλος του και προθυμοποιήθηκε να πάει εκείνος για νερό. Ο θείος μου τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη, με ένα λαμπερό χαμόγελο τον ευχαρίστησε που ανέλαβε την αγγαρεία για λόγου του. "Είσαι φίλος πραγματικά" του είπε, καθώς εκείνος έφευγε με τα παγούρια. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, όταν άκουσε μια βροντερή έκρηξη όλμου μες τη διμοιρία τους. Ο θείος μου ο Αντώνης μαζί και άλλοι έξι άντρες είχαν διαμελιστεί. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ήταν το ένα του πόδι, που το περιμάζεψε ο παιδονόμος μας στους κλώνους μιας αγριαχλαδιάς.
Μιλούσε με συγκλονισμό για την πιο τραγική εμπειρία που του άφησε ο πόλεμος. Όχι γιατί έχασε τον κολλητό του...στη μάχη όλα τα περιμένει κανείς, μα αυτή την ξαφνική, την απότομη ανατροπή των πάντων, εκείνη τη ραγδαία αλλαγή του σκηνικού και την απώλεια τόσων ανθρώπων, που πριν ένα λεπτό ήσαν ζωντανοί του σύντροφοι... πώς να χωρέσει όλο αυτό στον νου; Και ύστερα η αρχική αγαλλίαση που ένιωθε επειδή ανακούφισε τον φίλο του από το βάρος μιας δυσάρεστης εντολής ανώτερου, η ωραία αίσθηση πως τον ξεκούραζε... πώς άλλαξε έτσι ξαφνικά σε θύελλα από τύψεις!
Γκρίζα πόλη, Δέσποινα Στίκα, εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου