Nυχτιές αφέγγαρες ― κρυφέ της μοίρας μου αρραβώνα· πιο σκοτεινά βουνά, που πρωτοδιάβαινα βουβός τ' αμπέλια, ώσμε το γόνα κι ώς το λαιμό τρανά· που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει στα ξύλα του δρυμού, ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση μεγάλου ποταμού... Ά, ποιό παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα στα τρίσβαθα του νου, με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα του κάταστρου ουρανού! Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει, και, λάτρα σιωπηλή, σ' όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι μια κρύφια ανατολή... Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη, του πόθου η μαντική φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη με κοίταε σκεφτική... Σαν άλικη η πανσέληνο στα κορφοβούνια απάνω προβαίνει αργή, τρανή, στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο βαφόνταν οι ουρανοί. Kαι πίσω από τ' απάντεχον, αθλητικό όργιό του, που νίκαε τον καιρό,...