Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός. Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν εμένα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα τιμωρημένη ώρες και ώρες. Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε δεν ονειρευόμουν — ανέβαινε φοβόμουνα και μου άρεσε. Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω κάτι σαν την “ανάμνηση τον μέλλοντος' όλο δέντρα πον έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά σαν εφηβαία — φοβόμουνα και μου άρεσε ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . . Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά και μου χαμογελονσανε· κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: “δεσποινίς' φοβόμουνα και μον άρεσε. Ήταν οι “πάνω άνθρωποι' έτσι τους έλεγα δεν ήταν σαν τους “κάτω'· είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια' μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα και μου ‘βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ. Ήταν θυμάμαι ' Ή Άννέτα με τα σάνταλα' ' Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης' το “Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει...
σκόρπιες σκέψεις, αναγνώσεις, ιδέες, αφορισμοί, ανησυχίες... Ποίηση