Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2022

C. Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια… C. La servante au grand coeur…~ Τα άνθη του κακού, Παρισινές εικόνες, Charles Baudelaire [μτφ. Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου]

  C. Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια… (1857) Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια που εσύ φθονούσες, Κάτω από το ταπεινό χορτάρι έχει τώρα κοιμηθεί, Οφείλουμε, ωστόσο, λίγα λουλουδάκια να της πάμε. Γιατί οι νεκροί, οι φτωχοί νεκροί, έχουν μεγάλο πόνο στην ψυχή, Κι όταν φυσά ο Οκτώβρης, κλαδευτής των γερασμένων δέντρων, Στα μάρμαρα των τάφων γύρω μελαγχολικό το ξεροβόρι, Πιστεύουν σίγουρα αχάριστο πολύ τον κόσμο των ανθρώπων, Που στα σεντόνια τους κοιμούνται, στο ζεστό κλινάρι, Την ώρα που, από μαύρες ονειροπολήσεις σπαραγμένα, Χωρίς δυο λόγια συμπαθητικά ή στην αγκάλη ταίρι , Γέρικα σκέλεθρα, ξεπαγιασμένα, απ’το σκουλίκι δουλεμένα, Τα χιόνια του χειμώνα μόνο νιώθουν που σταλάζουν, Και τον αιώνα που κυλά, χωρίς η οικογένεια ούτε οι φίλοι, Τα ράκη που έβαλαν στα κάγκελα του τάφου τους ν’ αλλάζουν. Κι όταν τα κούτσουρα σφυρίζουν τραγουδώντας στη φωτιά, Αν κάποιο βράδυ τη θωρούσα εκεί στην πολυθρόνα καθισμένη Ή κάποια νύχτα του Δεκέμβρη, παγωμένη και μαβιά, Στης κάμαράς μου τη γωνιά την έβρισκα κρυ...

Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια ~ Joyce Mansour

  Αν το άλογο είναι η πατρίδα του νομάδα η μύγα στο παραβάν του τυφλού και το στήθος ο στόχος του καρκίνου ο πόλεμος δεν είναι παρά το όνειρο του τουφεκιού.[Joyce Mansour] ~~~ από τις «Κραυγές» (1953) Ο άνθρωπος που αμύνεται μπροστά σε δικαστήριο πιθήκων Ο άνθρωπος που ρωτά, ο άνθρωπος που ικετεύει Το κεφάλι του κρύβεται ανάμεσα στις μαλλιαρές του γάμπες κ’ οι πίθηκοι περιμένουν κ’ οι πίθηκοι κατηγορούνε συνηγορούν γελάνε πριν να καταβροχθίσουνε τον άνθρωπο τη σάπια αυτή μπανάνα ~~~ από τα «Σπαράγματα» (1955) Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα ξερίζωσες από τα χέρια μου τα όνειρά μου ξέσκισες τον μελανιασμένο αφαλό μου και μες στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια π’ ανεμίζουν το έμβρυο έχεις πνίξει ~~~ από τα «Όρνια» (1960) Αφότου σε γνώρισα ψυχή της ψυχής μου η κάθε νεροφίδα που ρουφώ αλλάζει σε φαντάσματα Οι θλιβερές φαγούρες των γυναικών που’ ναι κλειστές στον έρωτα βαραίνουν πάνω στις γάμπες μου σαν φωλιές βατράχων κ’ η νεραγκούλα των νερόλακκων ανοίγει μπροστά σου σαν στόμα βρώ...

Ἀγαπάω - Νίκος Καββαδίας

  Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο. Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους, τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα, τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους. Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε, τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων, τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε. Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους, νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου. Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους. Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούργια ταξίδια καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω. Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ... ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα. * Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας, τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.