(Ακόμη μια φορά, απ’ την κορφή της μαρμάρινης σκάλας, που ’ναι στρωμένη ολόκληρη με πορφυρούς τάπητες, ο πολέμαρχος χαιρετάει τ’ αλαλάζοντα πλήθη, με μια κίνηση σχεδόν αδημονίας. Μες στην κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα ακούγονται τα τύμπανα στην πιο κάτω πλατεία, οι κρότοι απ’ τις οπλές των αλόγων, το πλατάγισμα των σημαιών και οι φωνές των δούλων που ξεφορτώνουν τα λάφυρα απ’ τ’ αμάξια. Μόνο οι φρουροί μένουν ασάλευτοι στα προπύλαια σα ν’ ανήκουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Ένα άρωμα στυφό κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες. Ανάμεσα στις επευφημίες και στην γενική οχλαλοή, ξεχωρίζουν κάθε τόσο οι μεγάλες μαντικές φωνές μιας παραλοϊσμένης γυναίκας που κείτεται σωριασμένη στη βάση της σκάλας — φωνές ανεξήγητες, σε ξένη γλώσσα. Ο πολέμαρχος κι η γυναίκα του αποσύρθηκαν. Πέρασαν το μακρύ διάδρομο. Μπαίνουν στην αίθουσα όπου είναι στρωμένο το τραπέζι με το πρόγευμα. Εκείνος γδύνεται την πολεμική του στολή. Το μεγάλο του κράνος με την αλογοουρά το ακουμπάει στην κον...
σκόρπιες σκέψεις, αναγνώσεις, ιδέες, αφορισμοί, ανησυχίες... Ποίηση