Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Ρόδα ελπίδας ένα σονέτο παραίτησης ~ Στρατής Φάβρος

Κυλάω από το καθαρό ποτάμι
κλέβω από λόγια που ρίζωσαν
γιατί σε όλες τις πιο τρυφερές σου στιγμές
ήταν τα χέρια μου μέσα στα δικά σου
ήμουν, είμαι παντοτινός δίχως να είμαι
τρυφερός σαν αγέρι
δροσερός σαν την χλόη
θα σε γνωρίσω στην τρυφερότητα
θα σε αφήσω να με πληγώσεις
γιατί μόνο πληγώνομαι
και από το αίμα μου ανθίζουν
ρόδα ελπίδας

Αφροδίτες 2016

Στην Λου

 

 

 

φωτ. Κατερίνα Ατσόγλου ~ Κεχριές Κορινθίας, ιερό της Αφροδίτης.

 

 

 


 




Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Ἱερὰ Ὁδός ~ Ἄγγελος Σικελιανός



Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα

ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου

μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως

ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα

βουλιάζει.


Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,

σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει

ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν

περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο

ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει

σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.

Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα

σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.


Φανερωμένος

μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε

ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια

γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα

ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,

μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τους σὰν ἴσκιους.


Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος

κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα

μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα

π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,

θρονὶ μοῦ φάνη μοιραμένο μοῦ ἦταν

ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,

σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας

ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα

αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.


Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο

τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.

Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,

καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες

συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.


Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω

νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο

τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να

χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία

τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε

στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.


Ἡ μία,

(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,

μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο

τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω

μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη

ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν

ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,

αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,

μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,

γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν

Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της

πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.

Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,

σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο

μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο

ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα

τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα

τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα

στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!


Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη

ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα

῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας

στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο

ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες

φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια

τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,

νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της

γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται

ζωηρά.


K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα

ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,

ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες

στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·

ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.


Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία

τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,

δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα

μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα

δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες

ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.


Τί ἐτούτη ἀκόμα

ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν ᾌδη.


Καὶ σκυμμένο

τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,

καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος

κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.


Μὰ ὡς, τέλος,

ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,

καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου

μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι

τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια

τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.

K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:

«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα

ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,

κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τήνε κράζω,

θὰ γιορτάσουν μαζί;»


Κι ὡς προχωροῦσα,

καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια

πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος

νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,

καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα

βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε

πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη

ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,

ἕνα μούρμουρο,

κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:


«Θὰ ῾ρτει.»


(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)









Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Χρῆστος Μαλεβίτσης ~ Δοκίμια Ἰδεῶν

 Ἡ ποίηση μᾶς ἀποκαλύπτει πὼς οἱ λέξεις σημαίνουν κάτι τὸ πολὺ διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ νομίζει ἡ κοινὴ συνείδηση. Οἱ αὐτὲς λέξεις, ὄχι ἄλλες διαλεγμένες καὶ ἐκζητημένες. Ἔργο τῆς ποίησης εἶναι νὰ ἐπαναφέρει τὸν κόσμο στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν ὅταν πρωτοδημιουργήθηκε. Ὄχι πρὸς τὸ χρονικὸ παρελθόν του, ἀλλὰ πρὸς τὸ πνευματικὸ παρελθόν του, ποὺ εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῆς στιγμῆς. Δηλαδὴ ἡ ποίηση ἐγείρει τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἔκπτωσή τους στὴν κοινὴ συνείδηση καὶ τοὺς προσδίδει τὴ στίλβη τῆς αἰωνιότητας. Τοὺς προσδίδει τὴν ὀντολογική τους ἐγκυρότητα: τὸ ὅτι τὰ πράγματα εἶναι τὰ πεπραγμένα τοῦ Θεοῦ. Καθὼς ὅμως οἱ λέξεις ἀποκτοῦν τὴν ἀρχέγονη πολυσημία τους, καθίστανται συμβολικές· σύμβολα δὲ γίνονται καὶ τὰ πράγματα ποὺ κατονομάζουν. Εἶναι ὡσὰν ὁ πηγμένος κόσμος τῆς κοινῆς συνείδησης νὰ τελοῦσε ὑπνωμένος καὶ τώρα ἀρχίζει νὰ ξυπνᾶ στὴν νέα ἡμέρα τοῦ πνεύματος. Τὴν ὁποία ἡ ποιητικὴ συνείδηση ἀπολαμβάνει ξαφνιασμένη, ὅμως προβάλλει αἰνιγματικὴ γιὰ τὸν λογισμό, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ τὴν διαυγάσει μὲ τὸν φιλοσοφικὸ λόγο.











Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Άνοιξη 2022 - Κατερίνα Ατσόγλου

 

Βρήκα την  Άνοιξη λιπόθυμη

με τα γυμνά της χέρια ανοιχτά

εκλιπαρώντας  για βοήθεια,

πεταμένη, σ’ αυτού του άθλιου κόσμου τη γωνιά.

 

Έσταζε δάκρυ, πίκρα και αίμα

πόνο και  προσφυγιά.

Σφάδαζε δίπλα σε βιασμένες μάνες και  ορφανά παιδιά.

Στο Ντονμπάς, στο Κίεβο, στο Ιντλίμπ, στη Μιανμάρ.

 

Έφερα την Άνοιξη στο σπίτι μου

την τάισα με των παιδιών τα όνειρα

και τα ιδανικά,

ελπίζοντας στη νίκη της.

 

Μια νίκη δίχως όπλα, δίχως βόμβες και πυρηνικά.

Μια νίκη για τον άνθρωπο

που ξέχασε πως είναι να αγαπά.





 










 


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2022

C. Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια… C. La servante au grand coeur…~ Τα άνθη του κακού, Παρισινές εικόνες, Charles Baudelaire [μτφ. Μαριάννα Γ. Παπουτσοπούλου]

 

C. Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια… (1857)

Η μεγαλόκαρδη υπηρέτρια που εσύ φθονούσες,
Κάτω από το ταπεινό χορτάρι έχει τώρα κοιμηθεί,
Οφείλουμε, ωστόσο, λίγα λουλουδάκια να της πάμε.
Γιατί οι νεκροί, οι φτωχοί νεκροί, έχουν μεγάλο πόνο στην ψυχή,
Κι όταν φυσά ο Οκτώβρης, κλαδευτής των γερασμένων δέντρων,
Στα μάρμαρα των τάφων γύρω μελαγχολικό το ξεροβόρι,
Πιστεύουν σίγουρα αχάριστο πολύ τον κόσμο των ανθρώπων,
Που στα σεντόνια τους κοιμούνται, στο ζεστό κλινάρι,
Την ώρα που, από μαύρες ονειροπολήσεις σπαραγμένα,
Χωρίς δυο λόγια συμπαθητικά ή στην αγκάλη ταίρι ,
Γέρικα σκέλεθρα, ξεπαγιασμένα, απ’το σκουλίκι δουλεμένα,
Τα χιόνια του χειμώνα μόνο νιώθουν που σταλάζουν,
Και τον αιώνα που κυλά, χωρίς η οικογένεια ούτε οι φίλοι,
Τα ράκη που έβαλαν στα κάγκελα του τάφου τους ν’ αλλάζουν.
Κι όταν τα κούτσουρα σφυρίζουν τραγουδώντας στη φωτιά,
Αν κάποιο βράδυ τη θωρούσα εκεί στην πολυθρόνα καθισμένη
Ή κάποια νύχτα του Δεκέμβρη, παγωμένη και μαβιά,
Στης κάμαράς μου τη γωνιά την έβρισκα κρυμμένη,
Ως θά ‘ρχοταν από τα βάθη του αιώνιου λίκνου της βαριά,
Να δει λιγάκι το παιδί που ανάθρεψε το μητρικό της βλέμμα,
Τι θα είχα ν’απαντήσω στην ευλαβική αυτή ψυχή,
Δάκρια αν έβλεπα να στάζουν απ’ τα μάγουλα τα φαγωμένα;
[μτφ. Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Τα άνθη του κακού, Παρισινές εικόνες, εκδ Κουκούτσι, 2019]
C. La servante au grand coeur…
La servante au grand coeur dont vous étiez jalouse,
Et qui dort son sommeil sous une humble pelouse,
Nous devrions pourtant lui porter quelques fleurs.
Les morts, les pauvres morts, ont de grandes douleurs,
Et quand Octobre souffle, émondeur des vieux arbres,
Son vent mélancolique à l'entour de leurs marbres,
Certe, ils doivent trouver les vivants bien ingrats,
À dormir, comme ils font, chaudement dans leurs draps,
Tandis que, dévorés de noires songeries,
Sans compagnon de lit, sans bonnes causeries,
Vieux squelettes gelés travaillés par le ver,
Ils sentent s'égoutter les neiges de l'hiver
Et le siècle couler, sans qu'amis ni famille
Remplacent les lambeaux qui pendent à leur grille.
Lorsque la bûche siffle et chante, si le soir,
Calme, dans le fauteuil je la voyais s'asseoir,
Si, par une nuit bleue et froide de décembre,
Je la trouvais tapie en un coin de ma chambre,
Grave, et venant du fond de son lit éternel
Couver l'enfant grandi de son oeil maternel,
Que pourrais-je répondre à cette âme pieuse,
Voyant tomber des pleurs de sa paupière creuse?





Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια ~ Joyce Mansour

 

Αν το άλογο είναι η πατρίδα του νομάδα
η μύγα στο παραβάν του τυφλού
και το στήθος ο στόχος του καρκίνου
ο πόλεμος δεν είναι παρά το όνειρο του τουφεκιού.[Joyce Mansour]

~~~

από τις «Κραυγές» (1953)
Ο άνθρωπος που αμύνεται
μπροστά σε δικαστήριο πιθήκων
Ο άνθρωπος που ρωτά, ο άνθρωπος που ικετεύει
Το κεφάλι του κρύβεται ανάμεσα στις μαλλιαρές του
γάμπες
κ’ οι πίθηκοι περιμένουν
κ’ οι πίθηκοι κατηγορούνε συνηγορούν γελάνε
πριν να καταβροχθίσουνε τον άνθρωπο τη σάπια αυτή
μπανάνα

~~~

από τα «Σπαράγματα» (1955)
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
ξερίζωσες από τα χέρια μου τα όνειρά μου
ξέσκισες τον μελανιασμένο αφαλό μου
και μες στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια π’ ανεμίζουν
το έμβρυο έχεις πνίξει

~~~

από τα «Όρνια» (1960)
Αφότου σε γνώρισα
ψυχή της ψυχής μου
η κάθε νεροφίδα που ρουφώ αλλάζει σε φαντάσματα
Οι θλιβερές φαγούρες
των γυναικών που’ ναι κλειστές στον έρωτα
βαραίνουν πάνω στις γάμπες μου σαν φωλιές βατράχων
κ’ η νεραγκούλα των νερόλακκων ανοίγει μπροστά σου
σαν στόμα βρώμικο καταυγασμένο από κοροϊδία
Ομορφαίνεις το δρόμο μου
ψυχή του απέραντου έρωτά μου
όπως ένα φύλλο πάνω σε τάφο
όπως ένα δάκρυ μέσα στη σούπα
Σε κοχεύω τη νύχτα τεντωμένη στο έσχατο,
ρισκάροντας να τσακιστώ
τον ερχομό σου ευχόμενη που ακόμα δεν με ξέρεις
Κοίτα που μια μπίλια ολολυγμών πάει να σπάσει,
στα ξεχαρβαλωμένα μου σαγόνια ανάμεσα τσιρίζει

~~~

Ποίηση: Joyce Mansour
Απόδοση: Έκτωρ Κακναβάτος
από το βιβλίο: Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια (Εκδόσεις Άγρα)







Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Ἀγαπάω - Νίκος Καββαδίας

 

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούργια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.




* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.





Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...