Τι νιώθει η έρημος
Κυριακή 9 Μαρτίου 2025
Απορίες - Αργύρης Χιόνης
Σάββατο 8 Μαρτίου 2025
8 Μαρτίου ~ Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας
Κορίτσια με πόδια γυμνά
λύνουν τα πολύτιμα κι ακριβοθώρητα
μαλλιά τους,
σαν τις χαροκαμένες μάνες
που σκύβουν πάνω από των μονάκριβων
τα σώματα.
Τραβούν τα ρούχα τους μοιρολογώντας
και κλαίνε ουρλιάζοντας σαν λύκαινες.
Σαν τις κοπέλες που προδόθηκαν
κι έμειναν στους φάρους γαντζωμένες
προσμένοντας τον γυρισμό,
πριν ακουστεί το πρώτο κλάμα.
Έτσι κι αυτά, κορίτσια γενναία,
τολμηρά, άφοβα,
κοιτούν στα μάτια τους δυνάστες
ελπίζοντας να τις λυπηθούν
της Θέμιδος οι κόρες.
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα».
Ἐπιμέλεια καὶ Ἀνθολόγηση Μαρία Ἰατροῦ.
Ἐκδόσεις ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 1999.
"J'ai cueilli ce brin de bruyère"
G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ' ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ 'λέγε πὼς μ' ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ 'λέγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ' ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη.
![]() |
Η Άννυ Κένυ και η Κρίσταμπελ Πάνκχερστ κάνοντας εκστρατεία για τις Σουφραζέτες. |
Γυναίκα ~ Αθηνά Ζωγράφου
Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025
Γεράσιμος Δενδρινός ~ Απέραντες συνοικίες, Τόμος Α΄ [Απόσπασμα 5.Η μελωδία της ευτυχίας]
[...] Ο αετός έπνεε, τώρα, τα λοίσθια, οι τούμπες στον αέρα είχαν πολλαπλασιαστεί, και, απ' ό,τι φαινόταν, ο Συμεών είχε δίκιο για τα ζύγια της ουράς. Ήμουν καταρρακωμένος, γιατί πάλι τα πράγματα γίνονταν έτσι όπως τα ήθελε η γιαγιά. Η Τέσι γελούσε για την κατάντια του αετού μου κι ο πατέρας πήρε τον σπάγκο στα χέρια του. Με το ένα χέρι τραβούσε, ενώ με το άλλο ξανάφηνε τον μαζεμένο σπάγκο, με αποτέλεσμα να μην κατεβαίνει καθόλου ο αετός και τ' ακροβατικά νούμερα να συνεχίζονται.
"Να τον αφήσουμε να πέσει στην Ελευσίνα!", πρότεινε θριαμβευτικά η γιαγιά, αλλά ο πατέρας έκανε δυο βήματα στο πλάι, γιατί φοβόταν μήπως ο αετός πάρει νέα τούμπα. "Μα, είσαι στα καλά σου βρε Θοδωρή, που δίνεις σημασία σ' έναν ψωροαετό;", του φώναξε, κι εκείνος, αδιάφορος για τα λόγια της, συνέχιζε με αγωνία να μαζεύει τον σπάγγο.
Ο ουρανός είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Τα μολυβένια σύννεφα πίσω απ΄τα καράβια της Ελευσίνας είχαν γρήγορα σκεπάσει τον υπόλοιπο ουρανό. Οι πιο πολλοί αετοί κατεβαίνανε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα - ήταν κι αυτό τύχη με τόσον αέρα.
"Για δώσε μου κανένα απ΄τα πούρα σου, για να δω πώς είναι...", παρακάλεσε η γιαγιά τον θείο.
Ήταν πολύ αστεία έτσι όπως το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, γι΄αυτό και βάλαμε τα γέλια. Πλησίασε τον βράχο που ήτανε δεμένος ο σπάγκος και βάλθηκε να καπνίσει με την ησυχία της - έτσι νομίσαμε. Μα, μόλις κάθισε πάνω στην πέτρα, έκοψε η παμπόνηρη τον σπάγκο με την καύτρα του πούρου. Αυτός, όμως, γλίστρησε μέσα από τα χέρια του πατέρα τόσο γρήγορα, που μόλις που πρόλαβε να φωνάξει δυνατά απ΄την έκπληξη. Έβαλα τα κλάματα όταν είδα τον αετό να παρασύρεται απ΄τον αέρα, σαν χορεύτρια που έχασε τον βηματισμό της, γιατί ξαφνικά υποχώρησε το παλκοσένικο. Ο πατέρας ξαμολήθηκε πίσω του. Ήταν απ΄τις στιγμές εκείνες που είχαμε μαζί με τον πατέρα την ίδια τύχη - μας απειλούσε η παγαμποντιά της γιαγιάς, σε σημείο να γίνουμε ρεζίλι. Έτρεχε κάτω στην πλαγιά και ξοπίσω του έτρεχα κι εγώ με μια λύσσα, λες και υπήρχε περίπτωση να πιάσουμε τον αετό. Σε μιαν άκρη της πλαγιάς, όπου η κατηφόρα δεν πήγαινε άλλο, μείναμε αρκετή ώρα να τον κοιτάζουμε μέχρι που έπεσε κάπου στην Ελευσίνα.
~~~~
Φεύγαμε με τ΄αυτοκίνητο του πατέρα και η γιαγιά με το φορτηγάκι του Συμεών, όταν άρχισε να μπουμπουνίζει και ν΄αστράφτει για τα καλά. Με τις πρώτες σταγόνες, οι παρέες του λόφου τα μάζευαν και κατέβαιναν κακήν κακώς, ενώ όσοι αετοί δεν είχαν μαζευτεί, αντιστέκονταν πεισματικά στον αέρα.
Γεράσιμος Δενδρινός ~ Απέραντες συνοικίες, Τόμος Α', εκδόσεις Υψικάμινος, Αθήνα 2024.
![]() |
Αλέκος Φασιανός |
Απορίες - Αργύρης Χιόνης
Τι νιώθει η έρημος όταν μακρινός άνεμος αποθέτει πάνω της ένα σπόρο; Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι; Ο δρόμος που τελειώνει σ’ αδιέξοδο ονει...
.jpg)