Η ειρωνεία, ένα ξεχασμένο στοιχείο στα χέρια των σύγχρονων τεχνητών.
Τρίτη 29 Απριλίου 2025
Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη ~ Αθανασία Δρακοπούλου
Τρίτη 22 Απριλίου 2025
I died for Beauty - but was scarce [RW 448] ~ Emily Dickinson
Adjusted in the Tomb
When One who died for Truth, was lain
In an adjoining Room -
He questioned softly "Why I failed"?
"For Beauty", I replied -
"And I - for Truth - Themself are One -
We Brethren are", He said -
And so, as Kinsmen, met a Night —
We talked between the Rooms -
Until the Moss had reached our lips -
And covered up - Our names -
Το Τάμα ~ Αντώνης Δ. Σκιαθάς
Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης το φέρνανε στην αυλή. Ήταν αρκετά μεγάλη, χωμάτινη, φυτεμένη με τα βολβοειδή της άνοιξης. Κατάλευκο, με μια κόκκινη κορδέλα στον λαιμό – ο βρόγχος του εθίμου – όπως έλεγαν οι κτήτορες της τελετής. Το δένανε στη μουριά κι αυτό στάλιαζε έντρομο λίγες ώρες πριν το λεπίδι. Το δέντρο φυτεύτηκε στα χρόνια του πρώτου πολέμου του αιώνα για να κρατά σκιές στις αμαρτίες των άδικων θανάτων. Το κτήμα γεμάτο λεμονόδεντρα, αγριαχλαδιές, αρκετές τζιτζιφιές, μια καρυδιά δίπλα στο πηγάδι και τέσσερα κυπαρίσσια στις άκριες του χωραφιού, πανύψηλα να ορίζουν την ιδιοκτησία των απογόνων του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου στη λουτρόπολη της Αιδηψού. Η μουριά μαύριζε με τους καρπούς της τον κήπο με τις λίθινες γούρνες, φυτεμένες γεράνια, ορτανσίες, γαρδένιες, και τη μοναχική μανόλια που συντρόφευε την αυλόπορτα. Τη μοναδική χρονιά που δεν φύλαξε η μουριά αρνί, ήταν εκείνη που στον κήπο, Μεγάλη Παρασκευή, στα πάτερα που ετοίμαζαν τα σφάγια του Πάσχα, ακούμπησαν τα φέρετρα των τριών από τα επτά παιδιά της οικογένειας που χτύπησε ο δυναμίτης.
Νιώθαμε όλο το βράδυ ότι προσπαθούσε να δραπετεύσει, να ελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό με την αφιλόξενη μουριά. Ο εκδορέας, με το τσιγκελωτό μουστάκι, το καρό πουκάμισο και το μάλλινο παντελόνι μέσα στις γαλότσες, έφτανε άλλοτε τις πρώτες ώρες της Μεγάλης Πέμπτης κι άλλοτε το μεσημέρι, ανάλογα με τη δουλειά που είχε στο χωριό. Δεν ήταν ο μόνος που έσφαζε, αλλά ήταν ο πιο προσεκτικός. Ήταν ο μόνος, που όταν τακτοποιούσε το αρνί δεν ήθελε να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Στο τέλος της ημέρας ήταν και δεν ήταν στα κανονικά του, καθώς σε κάθε επίσκεψη όλο και κάτι έπινε. Όχι για να ξεχάσει τον θάνατο που σκόρπαγε, αλλά για να τιμήσει το έθιμο, για να τιμήσει το τάμα. Το βράδυ της Ανάστασης, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο και μπλε γραβάτα, αμίλητος συνόδευε τις κόρες και τη γυναίκα του – που ήταν και η ομορφότερη του χωριού – στην εκκλησία. Αρκετά σοβαρός, στεκόταν κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας και ήταν ο τελευταίος που έπαιρνε αντίδωρο από το χέρι του παπα-Ηλία, στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι κινήσεις του τυποποιημένες και αρκετά δωρικές. Έκανε έναν φαρδύ σταυρό στο περβάζι της εισόδου με το κερί της Ανάστασης, καθόταν στο τραπέζι, έπινε μερικά ποτήρια κρασί, που συχνά βουτούσε το ψωμί – που ο ίδιος ζύμωνε – και μετά πήγαινε για ύπνο.
Νήστευε όλη τη Σαρακοστή τα πάντα. Το φαγητό του ήταν λιτό: ψωμί, ελιές, ντομάτα, λάδι, σκόρδα και κρεμμύδια χλωρά από το μποστάνι του. Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα, ξυπνούσε νωρίς και έφευγε με ένα σακίδιο στην πλάτη για το προσκύνημά του. Ανέβαινε τη ράχη ολομόναχος, έφτανε την ώρα που χάραζε, ενώ η Αιδηψός ήταν πνιγμένη στον καπνό από τις κληματόβεργες. Το εκκλησάκι, από τότε που κρέμασαν στη μουριά τον πατέρα του, έστεκε βιγλάτορας στη δική του μνήμη. Ανήμερα του Πάσχα, ξεψύχησε σαν σφαχτάρι. Εκείνος ήταν τριάντα χρονών κι αυτός μόλις έξι μηνών. Μεγάλωσε ορφανός, έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού, σκάλιζε το ξύλο με μαεστρία. Τα σκαρπέλα και τα κοπίδια του πάντα τροχισμένα και με τις οδηγίες του δημιουργούσαν αριστουργήματα. Εξαπτέρυγα σε τέμπλα, λέοντες στη βάση επισκοπικών θρόνων, αγγέλους που κρατούσαν καντήλες. Όπως έλεγαν, κελαηδούσαν οι καρυδιές στα χέρια του. Τη Μεγάλη Εβδομάδα τιμούσε τον θυμό του, γύρναγε στις αυλές του χωριού και δώριζε τον θάνατο στα ζωντανά που την Κυριακή του Πάσχα γύριζαν στις σούβλες. Έστρωνε κάτω από τη μουριά ένα μάλλινο υφαντό, το στόλιζε με μια καράφα κρασί, ένα καρβέλι ψωμί, μια φέτα τυρί, μερικά κομμάτια χορτόπιτα και δύο αυγά κόκκινα. Ένα για αυτόν κι ένα για τον πατέρα του. Ο ουρανός γεμάτος αερόστατα που άφηναν οι νέοι του χωριού, κι αυτός εκεί ψηλά, κοντά στον ήρωα της οικογένειας, άδειαζε την καραμπίνα του αρκετές φορές στον αέρα. Αργά το βράδυ κατηφόριζε για το τσαρδάκι του, έχοντας εκτελέσει ακόμη μια φορά το τάμα του.
![]() |
Δευτέρα 21 Απριλίου 2025
Δευτέρα 7 Απριλίου 2025
Βουβή Εβδομάς (ή Ο Χρόνος με Ποδήλατο και Κρόταλα) ~ Αθανασία Δρακοπούλου
Κυριακή 9 Μαρτίου 2025
Απορίες - Αργύρης Χιόνης
Τι νιώθει η έρημος
Σάββατο 8 Μαρτίου 2025
8 Μαρτίου ~ Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας
Κορίτσια με πόδια γυμνά
λύνουν τα πολύτιμα κι ακριβοθώρητα
μαλλιά τους,
σαν τις χαροκαμένες μάνες
που σκύβουν πάνω από των μονάκριβων
τα σώματα.
Τραβούν τα ρούχα τους μοιρολογώντας
και κλαίνε ουρλιάζοντας σαν λύκαινες.
Σαν τις κοπέλες που προδόθηκαν
κι έμειναν στους φάρους γαντζωμένες
προσμένοντας τον γυρισμό,
πριν ακουστεί το πρώτο κλάμα.
Έτσι κι αυτά, κορίτσια γενναία,
τολμηρά, άφοβα,
κοιτούν στα μάτια τους δυνάστες
ελπίζοντας να τις λυπηθούν
της Θέμιδος οι κόρες.
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα».
Ἐπιμέλεια καὶ Ἀνθολόγηση Μαρία Ἰατροῦ.
Ἐκδόσεις ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 1999.
"J'ai cueilli ce brin de bruyère"
G. Apollinaire
Ἦταν γυναῖκα ἦταν ὄνειρο ἤτανε καὶ τὰ δυὸ
Ὁ ὕπνος μ' ἐμπόδιζε νὰ τὴ δῶ στὰ μάτια
Ἀλλὰ τῆς φιλοῦσα τὸ στόμα τὴν κράταγα
Σὰν νὰ ἦταν ἄνεμος καὶ νὰ ἦταν σάρκα
Μοῦ 'λέγε πὼς μ' ἀγαποῦσε ἀλλὰ δὲν τὸ ἄκουγα καθαρὰ
Μοῦ 'λέγε πὼς πονοῦσε νὰ μὴ ζεῖ μαζί μου
Ἦταν ὠχρὴ καὶ κάποτε ἔτρεμα γιὰ τὸ χρῶμα της
Κάποτε ἀποροῦσα νιώθοντας τὴν ὑγεία της σὰν δική μου ὑγεία
Ὅταν χωρίζαμε ἤτανε πάντοτε νύχτα
Τ' ἀηδόνια σκέπαζαν τὸ περπάτημά της
ἔφευγε καὶ ξεχνοῦσα πάντοτε τὸν τρόπο τῆς φυγῆς της
Ἡ καινούρια μέρα ἄναβε μέσα μου προτοῦ ξημερώσει
Ἦταν ἥλιος ἦταν πρωὶ ὅταν τραγουδοῦσα
Ὅταν μόνος μου ἔσκαβα ἕνα δικό μου χῶμα
Καὶ δὲν τὴ σκεφτόμουνα πιὰ ἐκείνη.
![]() |
Η Άννυ Κένυ και η Κρίσταμπελ Πάνκχερστ κάνοντας εκστρατεία για τις Σουφραζέτες. |
Γυναίκα ~ Αθηνά Ζωγράφου
Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025
Γεράσιμος Δενδρινός ~ Απέραντες συνοικίες, Τόμος Α΄ [Απόσπασμα 5.Η μελωδία της ευτυχίας]
[...] Ο αετός έπνεε, τώρα, τα λοίσθια, οι τούμπες στον αέρα είχαν πολλαπλασιαστεί, και, απ' ό,τι φαινόταν, ο Συμεών είχε δίκιο για τα ζύγια της ουράς. Ήμουν καταρρακωμένος, γιατί πάλι τα πράγματα γίνονταν έτσι όπως τα ήθελε η γιαγιά. Η Τέσι γελούσε για την κατάντια του αετού μου κι ο πατέρας πήρε τον σπάγκο στα χέρια του. Με το ένα χέρι τραβούσε, ενώ με το άλλο ξανάφηνε τον μαζεμένο σπάγκο, με αποτέλεσμα να μην κατεβαίνει καθόλου ο αετός και τ' ακροβατικά νούμερα να συνεχίζονται.
"Να τον αφήσουμε να πέσει στην Ελευσίνα!", πρότεινε θριαμβευτικά η γιαγιά, αλλά ο πατέρας έκανε δυο βήματα στο πλάι, γιατί φοβόταν μήπως ο αετός πάρει νέα τούμπα. "Μα, είσαι στα καλά σου βρε Θοδωρή, που δίνεις σημασία σ' έναν ψωροαετό;", του φώναξε, κι εκείνος, αδιάφορος για τα λόγια της, συνέχιζε με αγωνία να μαζεύει τον σπάγγο.
Ο ουρανός είχε για τα καλά σκοτεινιάσει. Τα μολυβένια σύννεφα πίσω απ΄τα καράβια της Ελευσίνας είχαν γρήγορα σκεπάσει τον υπόλοιπο ουρανό. Οι πιο πολλοί αετοί κατεβαίνανε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα - ήταν κι αυτό τύχη με τόσον αέρα.
"Για δώσε μου κανένα απ΄τα πούρα σου, για να δω πώς είναι...", παρακάλεσε η γιαγιά τον θείο.
Ήταν πολύ αστεία έτσι όπως το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, γι΄αυτό και βάλαμε τα γέλια. Πλησίασε τον βράχο που ήτανε δεμένος ο σπάγκος και βάλθηκε να καπνίσει με την ησυχία της - έτσι νομίσαμε. Μα, μόλις κάθισε πάνω στην πέτρα, έκοψε η παμπόνηρη τον σπάγκο με την καύτρα του πούρου. Αυτός, όμως, γλίστρησε μέσα από τα χέρια του πατέρα τόσο γρήγορα, που μόλις που πρόλαβε να φωνάξει δυνατά απ΄την έκπληξη. Έβαλα τα κλάματα όταν είδα τον αετό να παρασύρεται απ΄τον αέρα, σαν χορεύτρια που έχασε τον βηματισμό της, γιατί ξαφνικά υποχώρησε το παλκοσένικο. Ο πατέρας ξαμολήθηκε πίσω του. Ήταν απ΄τις στιγμές εκείνες που είχαμε μαζί με τον πατέρα την ίδια τύχη - μας απειλούσε η παγαμποντιά της γιαγιάς, σε σημείο να γίνουμε ρεζίλι. Έτρεχε κάτω στην πλαγιά και ξοπίσω του έτρεχα κι εγώ με μια λύσσα, λες και υπήρχε περίπτωση να πιάσουμε τον αετό. Σε μιαν άκρη της πλαγιάς, όπου η κατηφόρα δεν πήγαινε άλλο, μείναμε αρκετή ώρα να τον κοιτάζουμε μέχρι που έπεσε κάπου στην Ελευσίνα.
~~~~
Φεύγαμε με τ΄αυτοκίνητο του πατέρα και η γιαγιά με το φορτηγάκι του Συμεών, όταν άρχισε να μπουμπουνίζει και ν΄αστράφτει για τα καλά. Με τις πρώτες σταγόνες, οι παρέες του λόφου τα μάζευαν και κατέβαιναν κακήν κακώς, ενώ όσοι αετοί δεν είχαν μαζευτεί, αντιστέκονταν πεισματικά στον αέρα.
Γεράσιμος Δενδρινός ~ Απέραντες συνοικίες, Τόμος Α', εκδόσεις Υψικάμινος, Αθήνα 2024.
![]() |
Αλέκος Φασιανός |
Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025
Κωνσταντίνος Λουκόπουλος - σύνθεση από τα ΓΕΝΟΣΗΜΑ
![]() |
Olive Cotton (Australian, 1911 - 2003) 'The Sleeper' 1939 |
έρωτας ο Αόριστος
Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη ~ Αθανασία Δρακοπούλου
Η ειρωνεία, ένα ξεχασμένο στοιχείο στα χέρια των σύγχρονων τεχνητών. Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη, είναι ένα μέσο στοχαστικής απογύμνωσ...
