Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα ~ Γιώργος Σεφέρης [Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄]

 

Σεισμόπληκτα παιδιά στον Κύκκο, φωτ. του ιδίου


Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα

Τὸν δ’ ἂνευ λύρας ὃμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον Ἐρινύος
αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός, οὐ τὸ πᾶν ἔχων
ἐλπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.

«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…, μου είπε ο καπετάνιος δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσιτ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,«…και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.Τρία καρτίνια αριστερά!»Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνοκι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιοκατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.Μη σταθείς ταξιδιώτη.«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.

…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρακλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνεςγυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.Χτύπησε η καμπάνα του καραβιούσαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτονταςαλλοτινές ελεημοσύνες.

«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.«Τούτη η καμπάνα —μέρα που είναι—μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγεροςένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.

»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,—σαράντα χρόνια αναβροχιά—ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπουκαι φαρμακερά.Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροικι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφιακι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώραπου σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.Απόδειπνα πάλι η καμπάνακαι βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλληχωρίς μύτη, χωρίς αφτί, προβιά κουρέλι.Έτσι με τέσσερις καμπάνες την ημέραπέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένεςξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλοςχαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.Ωσάν καράβι καταποντισμένοτίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.Γραμμή!Τί να σου κάνουν οι ταλαίπωρεςπαλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτατο αίμα το φαρμακερό των ερπετών.Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.


Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ένα όνειρο και μια εικόνα ~ Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

 



Θυμήθηκα τους χειμώνες σαν μια παραθαλάσσια κωμόπολη με ήπιο κλίμα μα όταν σε χάιδευα το κρύο, κρύο. Η πνοή του χρόνου, παγωμένη σούπα γύρω σου, κομμάτια βούτυρο που επιπλέουν στην επιφάνεια δίχως να λιώνουν. Αυτιά, μύτη, χιόνι. Νιώθεις πόσο ζωντανός είναι ο τοίχος στο πλάι σου, βρύα και πόες σε διάλογο μ´ έναν υπερθετικό άνεμο. Έπειτα σηκώνεσαι από το ειδικό κρεβάτι, το στρώμα που άντεξε για λίγο την αδρανή σάρκα σου τρίζει, και η αντλία βρυχάται με παράπονο. Δεν το κατάφερε (ποιο; - να σε βαλσαμώσει εν ζωή). Τυλίγεις τα σεντόνια στη μέση, τα δένεις σε μια πόρπη, πυκνώνουν τα μαλλιά σου ολόξανθα και διαυγούν τα μάτια απ' την ομοιόσταση. Ξυπόλητη βγαίνεις στη βεράντα, σταχτί το φως της μέρας, ίσως και νύχτα, ίσως και πρωί. Αυτά τα χαλίκια θα σε πάνε στο μονοπάτι τους ως εκεί πέρα, μαύρα κι άσπρα σαν αυγά φραγκόκοτας• τη βροχή περιμένανε να αναπνεύσουν, η βροχή που στάζει σαλιγκάρια τα σίγασε μες στο σαματά, έγιναν ένα άλλο στρώμα, σε κάθε βήμα σπάνε τα καύκαλά τους κι ο αέρας μυρίζει καμένη τρίχα. Αλλά βουβά. Το πεζοδρόμιο ξηλώνεται, οι ελιές στο δρόμο ξαναφυτρώνουν, ίδιες αρχαίες, γεμάτες δάκο και μουχρίτσα, όπως όταν πρωτόηρθες σ´αυτό το σπίτι. Ο τόπος δε χάνει τη μνήμη του, εικόνες αλλάζει και τραγούδια. Βάλε δω την ακίδα σου και χάραξε αμέτρητους κύκλους ζωής. Εκεί στη γραμμή του τέλους, πάντα ο χρόνος θα ξεφλουδίζεται σαν κρεμμύδι. Θα φτάνεις εσαεί στο περιστύλιο ξέπνοη, αλλά πανέμορφη και στητή, με το κορμί ξεδιπλωμένο. Θα έχεις το κερί σου ήδη αναμμένο και θα μπεις στο ναό σαν αρχόντισσα. Θα παραμερίσεις τα παλιά κορμιά και τις στάχτες - εδώ από κάτω ήταν τον παλιό νεκροταφείο της πόλης μας. Στα δεξιά, σαράντα άντρες με κεριά όλα στοιχισμένα προς τον ψάλτη, με κοστούμια τριμμένα, μαύρες γραβάτες και ρεπούμπλικες, θα μουρμουρίζουν ψαλμούς. Αλλά ο γυναικωνίτης έρημος. Ψυχή... Έπειτα θα νυχτώσει με μιας, και το κερί σου θα λιώσει απότομα απ´αριστερά. - "-αυτό είναι το σημάδι!", θα πεις. "-Ήρθε η ώρα μου". Στο χαλί, τα σαλιγκάρια θα στοιβάζονται πίσω σου. Αχ ένας αέρας να βγαινε τώρα τουλάχιστον, μια αναπνοή να πάρεις ολόκληρη δίχως να πνίγεσαι. Μετά θα κοιμηθείς - γαλήνια επιτέλους - έτσι θα σε βρω, παγωμένη εικόνα, γυρισμένη στο πλάι, σαν κομμένη γαρδένια απ´ τον κήπο μας κι έτσι θα σε πάρω ριζωμένη μέσα μου.
 
 
ΚΛ - 27/12/2013 - μια μέρα μετά

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

Η Φάτνη ~ Γιώργος Θέμελης [Από την ενότητα Αθύρματα, Η Μόνα παίζει (1961)]

 

Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.

Έξω στέκει το σχήμα της –

Μας φανερώνεται.

 

Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,

Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,

Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –

Πέτρα υψηλή, μετέωρη.

Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.

 

Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,

Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι

Σταματημένοι σε μια πτήση

Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.

 

Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.

 

Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,

Με σιωπή απόλυτη, μουσική.

 

(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ

Αυτής της μουσικής, της σιωπής,

Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).

 

Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,

Στον άλλο χώρο∙ αντλούν

Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,

Αγάπη απ’ την αγάπη μας.

 

Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.

 

Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,

Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.

 

Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.

 

Τι τώρα, τι πάντα.

 

Ω καθαρότατη ψυχή,

Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.

 

Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.

 

Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε

Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν

Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.

 

 

Πύλη με τη Γέννηση του Χριστού - 1627 μ.Χ. - Μονή Σιμωνόπετρας, Άγιον Όρος

 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

Το νήμα της ζωής ~ Κατερίνα Ατσόγλου


Έχω μια Θάλασσα μέσα μου
με τρώει και με πίνει
με ταΐζει και με ξεδιψά.
Φέρνει στις ακτές μου όλες τις μνήμες
κι ύστερα τις τραβά ξανά μακριά
σε βαθιά νερά
άγρια.

Έχω μια Θάλασσα μέσα μου
με ξεπλένει από τα τίποτα
που γεμίζουν τα κενά μου.
Έχω μια Θάλασσα
που ξέρει να με πνίγει
και να μου κόβει το νήμα της ζωής
την κατάλληλη στιγμή.




Κατερίνα Ατσόγλου, Το βάρος της μοναξιάς, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 
2024





Ophelia art print by Shinichiro Yamada



 

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Lacrimae Rerum ~ Αγγελική Γιαννέλου


 

 

LACRIMAE RERUM.
motto:
Ασκητής χρόνια,
στη φωνή μου μονάζω'
πόνων ποιμένας

 ~~~

 

Ενάτη Ώρα
Στης καρδιάς τα πεδία
συσσεισμός τρόμος
 
Φρέαρ ορύσσω,
ν' αναβλύσουν πυρφόροι
τής Γενιάς θρύλοι
 
Στην Ύβρι πάνω,
πεπραγμένων δεσμώτης,
προσδοκώ Δίκην
 
 
~~~ 
 
 
Απελπισμένοι
οι πιστοί μας οι όρκοι
παραδοθήκαν  

Οι πολεμίστρες, 
πια, αφύλαχτες μείναν
Ρήμαξ ' η χώρα

Στ' αποκαΐδια
μαυροπούλια και γύπες 
γελώντας κρώζουν


~~~
 
 
Θρυματίστηκαν 
-σκουριασμένοι καθρέφτες-
οι προσδοκίες
 
Αχλύς γινήκαν
ματωμένης ελπίδας
άγουρα χρόνια
 
Ο θερισμός μας,
τόσων χρόνων αγρυπνίας,
πέτρινα στάχυα
 
 
~~~ 


Μέ κατατρύχουν
τού Ταρτάρου τα ρίγη
Άταφοι σκούζουν
 
Μ' έχουν οργώσει
τών αιμάτων τα μύρα
Ανθίζω μνήμες
 
Μ' ένα τραγούδι
θα λαλήσω τον πόνο,
σα νυχτοπούλι
 
 
~~~ 






Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Αγκαλιά ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 

Alfred William Rich (British, 1856-1921)


Όταν με κρατάς

αγκαλιά

όλα τα κομμάτια μου

μπαίνουν στη θέση τους

όλα τα κομμάτια μου

βρίσκουν το ταίρι τους

και γίνομαι ολόκληρη

ένας δρόμος για να περπατήσεις

όταν όλοι και όλα θα σε προδώσουν.


Ένα παράθυρο να δεις την ανατολή

όταν όλα τα φώτα θα σβήσουν.


Ένα νησί στον παράδεισο

όταν όλοι θα σ’ έχουν εγκαταλείψει στην άβυσσο.



Κατερίνα Ατσόγλου, Το βάρος της μοναξιάς, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Μέρες του Νοέμβρη ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 





Είναι ήσυχες οι ώρες
του μεσημεριού
είναι όμορφες αν και υγρές
οι μέρες του Νοέμβρη.
Ο καπνός
από τις καμινάδες μαρτυρά
πως δεν έφυγε κανείς
εκτός από τα σύννεφα
που αλλάζουν χρώμα
και κινούνται βιαστικά
καθώς νυχτώνει γρήγορα.


Κατερίνα Ατσόγλου "Συμβολισμοί", εκδόσεις Βακχικόν, 2020

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Γκρίζα πόλη ~ Δέσποινα Στίκα

 


 

Τα ετεροθαλή αδέλφια του πατέρα μου [ Όταν η τραγικότητα δεν έχει τέλος...]


[...] Η γιαγιά μου δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Ως τα στερνά της καταριότανε τον πόλεμο και τους ηγέτες τούς ανόητους και αλαζονικούς που αιματοκυλούν τον κόσμο. "Όλοι παιδιά του ίδιου Θεού είμαστε", έλεγε, "ίδιες ανάγκες έχουμε, ίδια αγαπάμε και ίδια παλεύουμε για τη ζωή. Ανάθεμα σ΄εκείνους που οδηγούν ανθρώπους στη σφαγή και στην καταστροφή. Ανάθεμα". Την έτρωγε σαράκι, που δεν μπόρεσε τουλάχιστον να θάψει τον Αντώνη της... που πήγε άκλαυτος. Ο παππούς Θόδωρος προσπάθησε να την παρηγορήσει λέγοντας ότι κι εκείνος, που έθαψε την οικογένειά του όλη με τα χέρια του, μήπως τάχα αισθανότανε καλύτερα;

Μετά τον πόλεμο γύρισε ένας φίλος του θείου Αντώνη στην κωμόπολη που έγινε πατρίδα μου, και μας διηγιόταν -χρόνια ύστερα- πως είχε γίνει το κακό. Έτυχε μάλιστα αυτός να είναι ο διορισμένος παιδονόμος μας. Αντιπαθής από τον ρόλο του. Όταν όμως μας περιέγραφε τον θάνατο του θείου μου, γινόταν άλλος άνθρωπος κι ανέβαινε στα μάτια μας. Ήσαν μαζί στο μέτωπο, μοιράζονταν τον κίνδυνο καθημερινά, και όντας κοντοχωριανοί συνδέθηκαν με αληθινή φιλία.Σε μιαν ανάπαυλα ξεκούρασης διέταξε ο λοχαγός τον θείο μου να πάει ως μια πηγή κάπως μακριά να φέρει νερό. Αυτός αντέδρασε παραπονούμενος ότι στέλνουνε για νερό όλο τον ίδιο."Βαρέθηκα με τα παγούρια σας πέρα δώθε", του φώναξε. Ο λοχαγός τον απείλησε με τιμωρία για ανυπακοή, αλλά πετάχτηκε μπροστά ο φίλος του και προθυμοποιήθηκε να πάει εκείνος για νερό. Ο θείος μου τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη, με ένα λαμπερό χαμόγελο τον ευχαρίστησε που ανέλαβε την αγγαρεία για λόγου του. "Είσαι φίλος πραγματικά" του είπε, καθώς εκείνος έφευγε με τα παγούρια. Δεν είχε απομακρυνθεί πολύ, όταν άκουσε μια βροντερή έκρηξη όλμου μες τη διμοιρία τους. Ο θείος μου ο Αντώνης μαζί και άλλοι έξι άντρες είχαν διαμελιστεί. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ήταν  το ένα του πόδι, που το περιμάζεψε ο παιδονόμος μας στους κλώνους μιας αγριαχλαδιάς.

Μιλούσε με συγκλονισμό για την πιο τραγική εμπειρία που του άφησε ο πόλεμος. Όχι γιατί έχασε τον κολλητό του...στη μάχη όλα τα περιμένει κανείς, μα αυτή την ξαφνική, την απότομη ανατροπή των πάντων, εκείνη τη ραγδαία αλλαγή του σκηνικού και την απώλεια τόσων ανθρώπων, που πριν ένα λεπτό ήσαν ζωντανοί του σύντροφοι... πώς να χωρέσει όλο αυτό στον νου; Και ύστερα η αρχική αγαλλίαση που ένιωθε επειδή ανακούφισε τον φίλο του από το βάρος μιας δυσάρεστης εντολής ανώτερου, η ωραία αίσθηση πως τον ξεκούραζε... πώς άλλαξε έτσι ξαφνικά σε θύελλα από τύψεις!


Γκρίζα πόλη, Δέσποινα Στίκα, εκδόσεις Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους ~ Κατερίνα Ατσόγλου



Photo by Robert Doisneau, 1950


Τώρα ξέρω γιατί δεν μπορώ να σε ερωτευτώ,

γιατί η πόλη κοιμάται ήσυχα

μες στην απάθειά της.


Γιατί τα παιδιά πεθαίνουν

την ώρα που χαμογελούν

από έξυπνες βόμβες λευκού φωσφόρου.


Γιατί η φύση εκδικείται αμυνόμενη

καθώς αναζητούμε

νέους ήρωες, καθοδηγητές, λυτρωτές.


Γιατί οι λέξεις έχασαν το νόημά τους,

πούλησαν φθηνά το σημαινόμενο

και πέρασαν παράνομα στα χέρια αρχαιοκαπήλων.



Κατερίνα Ατσόγλου, Το βάρος της μοναξιάς, εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα 2024


Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

"Οι σκιές του κόσμου" ~ Γιώργος Δρίτσας [Η τρέλα στην ποίηση ή η ποίηση στην τρέλα: μερικά λόγια για τον ύστερο Ρώμο Φιλύρα]





Η τρέλα στην ποίηση ή η ποίηση στην τρέλα: μερικά λόγια για τον ύστερο Ρώμο Φιλύρα*

Γιώργος Δρίτσας

Επειδή οι ομιλητές που προηγήθηκαν και είναι ειδικοί επί του θέματος, μίλησαν πολύ αναλυτικά και διεξοδικά για τον ποιητή Ρώμο Φιλύρα και πιο συγκεκριμένα για τη ζωή και το έργο του, εγώ με τη σειρά μου θα προσπαθήσω σύντομα να αναφερθώ στην έννοια της τρέλας στο έργο του και το πως αυτή παρουσιάζεται, έμμεσα ή άμεσα, μέσα σε αυτό. Ήταν, εν τέλει, ο μεγάλος αυτός ποιητής ένας άνθρωπος τόσο χαμένος στους λαβυρίνθους στο μυαλού του;  Προτού, όμως, ξεκινήσουμε να αναφερόμαστε σε αυτό το ζήτημα, με βάση τα πεζά αυτοβιογραφικά κείμενα του ίδιου του ποιητή και των ποιημάτων κυρίως από τον δεύτερο τόμο των ευρεθέντων εκτός συλλογών ποιημάτων που έγραψε έγκλειστος στο ψυχιατρείο, θα πρέπει να αναφερθούμε στη σύνδεση καλλιτέχνη και δημιουργήματός, μιας και η ίδια η ποίηση είναι μια από τις κυριότερες μορφές τέχνης.

Ξεκινώντας πρέπει να ειπωθεί ότι η δύναμη του καλλιτέχνη βρίσκεται στο βάθος αυτού που θέλει να εκφράσει και όχι στο να δημιουργήσει με σκοπό να προκαλέσει ή κατά παραγγελία της μόδας, είναι δηλαδή προσωπικό βίωμα η καλλιτεχνική του δημιουργία. Έτσι η μοναδικότητα προϋποθέτει την ανεπανάληπτη ισχύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που βασίζεται στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καλλιτέχνη. Για μένα ο Φιλύρας αυτό αποτυπώνει στην ποιητική τέχνη του και όχι κάποια ψυχική νόσο, ασχέτως του αν βαπτίζεται μερικές φορές τρέλα και παράνοια ο υπερβάλλων οίστρος στην ποιητική σύνθεση.

Ο ίδιος όντας πρόδρομος μιας «καταραμένης» για πολλούς γενιάς, της γενιάς τού 30’, γενιά πολλών αυτοχείρων και του ίδιου του Καρυωτάκη, ο οποίος διάβαζε εξάλλου Φιλύρα (όπως μαρτυρά το ποίημα «Υποθήκαι»),[1] η οποία έζησε μέσα στις άθλιες συνθήκες που έφερε η μικρασιατική καταστροφή· όταν όλα τα ιδανικά κατέπεσαν και οι μεγάλες εθνικές αφηγήσεις διαλύθηκαν μέσα στη σήψη μιας εποχής ευρισκόμενης σε κοινωνική και ηθική εξαθλίωση, και των υπερρεαλιστών,[2] λόγω των γλωσσικών του ακροβατισμών του,[3] ο Ρώμος Φιλύρας έπλασε με ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο έναν δικό του κόσμο μέσω της ποίησής του, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Ο Φιλύρας ενέχει στον ποιητικό του διάκοσμο «ένα κρυφό σπαραγμό» μια «διάσπαση της προσωπικότητας», έναν «οίκτο για την ατομική κατάσταση»,[4] μαζί με μια έντονη διάθεση αρκετά ευφυούς αυτοσαρκασμού, κυρίως στα πεζά, ιδιαίτερα στο μεταγενέστερο έργο του της περιόδου του εγκλεισμού, πράγματα που συναντάμε κυρίως στον Καρυωτάκη και εν μέρει σε όσους ακολούθησαν. Έτσι στα πεζά του διακρίνουμε αρχικά έναν αυτοσαρκασμό και έναν καταθλιπτικό πόνο, όπως στο «Θεατρίνο της ζωής», όπου με πικρία αναφέρει ότι τον ξέχασαν ακόμη και άνθρωποι που τον καταλάβαιναν.[5] Αυτόν τον μελαγχολικό αυτοσαρκασμό του, που θυμίζει αρκετά τον Γάλλο Αντονέν Αρτώ, τον επαναθεμελειώνει στην «Παράδοξην Αυτοβιογραφίαν μου».

Μια αυτοβιογραφία γεμάτη με αφηγήσεις τόσο για πραγματικά γεγονότα όσο και με αναφορές περί της δήθεν αριστοκρατικής του καταγωγής  και με εξομολογήσεις του τύπου ότι ήθελε να γίνει μεγάλος ποιητής από μικρός αλλιώς θα «αυτοκτονούσε»,[6] με ταυτόχρονες υποτιμητικές αναφορές στη «μάζα» και στις «μικροαστικές ευπρέπειες».[7] Στο πιο χαρακτηριστικό του πεζό δε, «Η ζωή μου στο Δρομοκαΐτειον», όπου περιγράφει τη ζωή του στο γνωστό ψυχιατρείο στο οποίο πήγε από μόνος του, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, επανέρχεται η περιπαικτική του αυτή διάθεση «κραυγάζοντας», γραπτώς, «ζήτω η τρέλα».[8] Η μελαγχολία του, όμως, και η πεποίθησή του ότι τον εγκατέλειψαν επανέρχεται, όπως θα δούμε καθαρότερα παρακάτω και σε κάποια ποιήματά του της εποχής εκείνης, αυτοταυτιζόμενος μάλιστα με τον Βιζυηνό και τον Μητσάκη, οι οποίοι είχαν ανάλογη κατάληξη με αυτόν.[9] Μέσα από την εικονοκλασία αυτή αφηρημένου και εμπειρικού, βιωματικού και υποκειμενικού, συμπτύσσεται ο λυρικός κόσμος του Φιλύρα στα πεζά του.

Στα ποιήματα τώρα του εγκλεισμού επανευρίσκεται ξανά η μελαγχολική του διάθεση. Πιο συγκεκριμένα η μελαγχολία αυτή έχει να κάνει κυρίως με τα χρόνια που περνούν («Στο νέο χρόνο» - πως άσπρισαν τα ολόμαυρα μαλλιά μας),[10] «τα δάκρυα των κοκάλων στις νύχτες του Αιώνα» («Τα δάκρυα των πραγμάτων»)[11], μένοντας πάντα μακριά από όλους («Εξιλασμός» – στα συμπόσια είχα μείνει ξένος)[12] και μη δίνοντας σημασία στις ετυμηγορίες των κριτικών της εποχής του («Γράφουμε τα τραγούδια μας»- Μας βγάλανε παρανόμια, μας καλούνερομαντικούς και κλασικούςΠρος τι;).[13] Ούτως ή άλλως, η ζωή του βρίσκει νόημα στο πρόσκαιρο γέλιο και στο πιο μαύρο δάκρυ, όπως λέει και ο ίδιος στο ποίημα «Οι Μποέμ»,[14] με το κίνημα των οποίων ταυτιζόταν. Ο θάνατος, λόγω όλων αυτών, έχει πάντα παρουσία στους στίχους του, καθώς η ματαιότητα της ζωής τον απασχολεί - καθώς η «στράτα» της ζωής  οδηγεί «στα κυπαρίσσια» («Ματαιότης»).[15]

Η πάλη του αυτή με τον χρόνο καταγράφεται, λόγω της έντονης θέλησής του για να αποτυπώσει μια πιο βαθιά υφή του κόσμου, μέσω της υπεραισθητής ευαισθησίας της στιχοπλασίας του. Κάτι που διαφαίνεται με την ταύτισή του με τον «Δον Κιχώτη» και με τον «Πιερότο» - στα ομότιτλα ποιήματά του, αφού και αυτός κυνηγάει ανεμόμυλους εν τέλει ηρωικά αυτοσαρκαζόμενος με πάθος, ενάντια στους χυδαίους, τους μικρούς («Διαθήκη» - Χυδαίων λαός παράταιρος και το τρανό μολεύει)[16] και τους ξιπασμένους[17]· («Η λίγη ζωής μας») που χορεύουν μέσα στα ερείπια της ίδιας της χώρας που τον πονά («Ρημαγμένη χώρα»- Όλα χωνεύουν στην ίδια τους στάχτη…)[18] και δεν που δεν καταλαβαίνουν του λυπημένου «τη στιγμή, το μεγάλο παλμό» και του αυτοκτόνου «την κίνησην, ίσια,που πετάει σαν οκνός τα ζωή» («Εσείς»).[19] 

Αυτή η μεταφυσική αίσθηση ένωσης με το σύμπαν διαπερνάει, λοιπόν, την ποίησή του, έχοντας μιας αρκετά φιλοσοφική διάσταση, όπως βλέπουμε στα ποιήματα «Επιστροφή στη Φύση», «Μοίρα Άγει», «Ο Παν», «Αφοσιώσεις», «Το Σύμπαν», «Φύση» και ένα όραμα για μια νέα αναγέννηση που θα κυνηγήσει «ένα σκίρτημα ανανέωσης» των παλιών πόθων («Αναγέννηση»),[20] το οποίο όμως δεν κατορθώνει πάντα να αποτυπώσει («Διαθήκη» – Μα δεν κατόρθωσα θεία να μιλήσω,παλμό να δώσω και να συγκλονίσωτην άπειρη ψυχή του κόσμου σε σεισμό, και «Δεν έφθασα ψηλά» – δεν έκραξα στ’ αστέρια),[21] χωρίς, όμως, ποτέ να χάνει το προνόμιο ενός «προφήτη - ποιητή» - έστω και αν κρύβεται μια υποδόρια ειρωνεία σε αυτόν τον έμμεσο αυτοχαρακτηρισμό του («Ποιητής»).[22] Όμως στο τέλος πάντα επιστρέφει στο σκοτάδι του νεκροκρέβατου των ονείρων και των ελπίδων του, περιμένοντας μοναχικά μια σωματική ανάρρωση που δεν θα έλθει ποτέ («Ανάρρωση» – Όλες οι ελπίδες νέκρωσαν και τα όνειρα όλα, τα παλιά/ τη στείρα γοητεία μου μια σκοτεινάδα αδράχνει),[23] από την οποία τραγική κατάσταση πηγάζουν και αρκετοί τίτλοι των ποιημάτων του (βλ. τα ποιήματα, «Απόγνωση», «Μελαγχολία», «Εγκατάλειψη»).

Κλείνοντας, όπως παρατηρούμε, καθώς περνούσαν τα χρόνια  και μετά τον εγκλεισμό του στο Δρομοκαΐτειο, όπου βρήκε βέβαια εν τέλει λίγη ησυχία από τη σκληρότητα της κοινωνίας, ο Ρώμος Φιλύρας αποτυπώνει καλύτερα την πραγματική του επαφή με την ποίηση. Τόσο σαν προσωπικό βίωμα όσο και ως έναν τρόπο να έρθει σε επικοινωνία με κάτι που δεν κατανοούμε  με τη λογική αλλά απλά το νιώθουμε, κάτι που είναι πέρα από τις λέξεις και όμως τις περικλείει σαν άχραντο μυστήριο, κάτι που οι ποιητές Γιώργος Σαραντάρης και Απόστολος Μαμμέλης προσπάθησαν να σκιαγραφήσουν, επίσης, μέσω της ποίησής τους. Η τρέλα, λοιπόν, ως μια δήθεν «δυσλειτουργική κατάσταση» που δημιουργεί ψυχώσεις κατά τη γενική αντίληψη, κάθε άλλο παρά αφορά την ποίηση του Ρώμου Φιλύρα, ο οποίος μέσα σε όσα γράφει φανερώνει, κατά κύριο λόγο, μια άλλη μορφή ένωσης με τον κόσμο, πέρα της κάπως ορθολογιστικής ματιάς που θεωρούν λανθασμένα και ανεξέταστα οι περισσότεροι άνθρωποι ως σωστή. 

 

*Το κείμενο της παρούσας εισήγησης εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης - αφιερώματος για τον Ρώμο Φιλύρα επί της ευκαιρίας της επανέκδοσης των «Απάντων» του από τον Χ. Λ. Καράογλου σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Σμίλη», η οποία οργανώθηκε από την Κατερίνα Ατσόγλου και τον Δήμο Σικυωνίων και πραγματοποιήθηκε στο Κιάτο το Σάββατο, 06/04/2024 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Σικυωνίων «η Μηκώνη».



[1] Βλ. Σήφης Κόλλιας, Ρώμος Φιλύρας: η ζωή και το έργο του, εκδ. Αλκαίος, Αθήνα 1972, σελ. 49 και Θάλεια Ιερωνυμάκη, Ο Δανδής και ο Πιερότος: Μαλακάσης, Φιλύρας, Καρυωτάκης, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2022.

[2] Βλ. Ρώμος Φιλύρας, μια παρουσίαση από τον Γιάννη Δάλλα, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1999, σελ. 17.

[3] Τάσος Κόρφης, Ρωμός Φιλυράς: Συμβολή στη ζωή και στο έργο του, εκδ. Πρόσπερος, Αθήνα 1974, σσ. 17-18

[4] Mario VittiΗ γενιά του 30’: Ιδεολογία και μορφή, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1995, σελ. 119.

[5] Βλ. Ρώμος Φιλύρας, Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον: και άλλα αυτοβιογραφικά, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σελ. 32.

[6] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 35-56, passim.

[7] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 61-62.

[8] Βλ. Στο ίδιο, σσ. 85-86.

[9] Βλ. Στο ίδιο, σελ. 103.

[10] Ρώμος Φιλύρας, Ποιήματα: άπαντα τα ευρεθέντα, τ. Β’, επιμ. Λ. Χ. Καράογλου, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 2023, σελ. 20.

[11] Στο ίδιο, σελ. 379.

[12] Στο ίδιο, σελ. 38.

[13] Στο ίδιο, σελ. 55.

[14] Στο ίδιο, σσ. 71-72.

[15] Στο ίδιο, σελ. 171.

[16] Στο ίδιο, σελ. 125.

[17] Στο ίδιο, σελ. 447.

[18] Στο ίδιο, σελ. 151.

[19] Στο ίδιο, σελ. 306.

[20] Στο ίδιο, σελ. 79.

[21] Στο ίδιο, σσ. 162 & 409.

[22] Στο ίδιο, σελ. 424.

[23] Στο ίδιο, σελ. 190.


Γιώργος Δρίτσας ~ Ποιήματα [Το ματωμένο όνειρο ~ Εκδόσεις Οδός Πανός]

        Κατά τύχη -ξυράφι στην καρδιά β΄   Μετεωρίτες έπεφταν  πάνω στον μικροσκοπικό θόλο. Οι γυάλινοι ουρανοί κύκλωναν με βουλιμία το κάτα...