Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Σκέψεις ~ Κατερίνα Ατσόγλου

 
Όλα είναι ένα φύσημα τ΄ανέμου
ή ένα κύμα σε μια έρημη ακρογιαλιά
Όλα είναι μια σκέψη που διέσχισε την ύπαρξη
με ταχύτητα φωτός

Είναι οι σκέψεις της Ερίνας














Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Stanza ~ Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

 


ευθαρσώς και στα ίσα

Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά - ωραίο πρόσωπο, 
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγο πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.

Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες, 
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα. 



ουδόλως ντρεπόταν

Να εξηγούμαστε:
ουδόλως ντρεπόταν για τα καράτια στα φτερά του,
ίσως γι' αυτό να πέθανε
άγγελος μόνο
μόνο άγγελος

σε ράφι βιτρίνας με θέα.

Σαν πιάνει η άνοιξη κι η περσεφόνη, ψάχνω τους από μη-
χανής θεούς μου και τ' αγάλματα, δηλώνει αγωνιωδώς και
αμέριμνος. Και κείνη την αντηλιά την όλο νάζι.

Έξω οι άνθρωποι τρώνε αμίλητοι. 



τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά

Και τότε εσύ - για σένα μιλούσαμε πριν, 
τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά, να λες,
τι τα φτενά τους δόρατα, τι τα καλοθρεμμένα
ούτ' ένας αίας καταγής, ούτ' ένας τεύκρος κάτω, 
τέτοιοι ψηλοί αστράγαλοι εμένα με λιγώνουν.

Στη γωνία ένας τουρίστας περιμένει το καράβι για το 
                                                                      Πέραμα.
Στη στέρνα ένα σκυλί σαλιώνει το γυαλάκι στην πατούσα του.

Αμφότεροι καρτερικοί.
Αμφότεροι εναγωνίως.



αυτός ο Ονήσιλος

Λοιπόν
α υ τ ό ς 
ο Ονήσιλος, 
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.



Ίκαρος

Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)

-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.

Έχει προηγηθεί ο ήλιος.



επιλαθού

Ωστόσο
Όλο και πιο συχνά ξυπνώ με τα μάτια και τα πόδια πρησμένα.
Είναι που στον ύπνο μου βλέπω ταινίες με λάμπουσα πόλη εμένα.

Δεν είμαι του αλεξανδρινού η πόλη εγώ, δεν είμαι του πολύτροπου.
Δεν είμαι του περιπτερά, σόλωνος και ασκληπιού γωνία.
Είμαι απλά μια πόλη με μεγάλη οθόνη και άσπρο χασέ.
Από τις δίπλες του εμφανίζεται ένας κένταυρος σε σχήμα πουλιού.
Τον λεν επιλαθού και έρχεται για να αναγγείλει.

Γυμνοί αλλάζουμε σταθμούς, μα εις μάτην.



μη και σε ντύσουν ελαφρώς

Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι; είπε και
άρχισε να γδύνεται σχεδόν απρόσεκτα, σχεδόν προκλητικά, 
σχεδόν με τον τρόπο του Ιούλη στο ακρογιάλι, ξεκινώντας, 
σε κάθε περίπτωση, από το κασκόλ, τα όστρακα και τις 
λειχήνες, και τότε, ω τότε, θυμήθηκα το σώμα σου και πώς
εξοστρακίζονται οι λέξεις στο λαιμό σου μη και σε ντύσουν
ελαφρώς - 

                                                        καις.

Μήνες τώρα ο Ιούλης επιστρέφει καιόμενος.




δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί

Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.

Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο
κι εσύ μου μιλάς για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου -

τι άλλη απόδειξη θέλεις;

Καμία.




πώς φεύγεις;

Πώς φεύγεις πριν φύγεις;
Πώς ήρθες πριν νάρθεις;

(έχε μαζί σου σακ-βουαγιάζ και επιρρήματα)




τη θάλασσα, λέει 

Τη θάλασσα, λέει.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;
καθώς
στα πόδια μας ανηφορίζει ένας καημός και ένα καράβι της γραμμής ανεπιφύλακτο, πλέει για λίγο και τινάζεται, μουσκίδι ο άνεμος και οι φτενές τζαμαρίες και τα λευκά ποπ κορν του μικροπωλητή - ματαιότης ματαιοτήτων, εξανίσταται.
Τη θάλασσα, λέω.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;



επέστρεφε

Ώρα εβδόμη πρωινή.
Επιμένεις να σε διεκδικούν προστακτικές,
όπως, για παράδειγμα,
σβήνε (το) φως και επέστρεφε.
Στον απέναντι τοίχο, φλυαρεί ένα κάτοπτρο.
Ολόσωμο. Σχεδόν αναθηματικό.







“stanza”, εκδόσεις Gutenberg 2021




Photo: Maria Kant “Statue and asphodels”
Βάμος Αποκορώνου, 2018




Ο χορός του κορυδαλλού ~ Νικηφόρος Βρεττάκος

 


Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν' ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ' τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως.
Κι είσαι συ που με βοήθησες ν' ανακαλύψω πως τ' αστέρια είναι
πεντάγραμμα,
πως τ' αυτιά δεν ακούν, πως δε νιώθουν τα δάχτυλα
τη μωβ απόχρωση της πέτρας όταν δύει ο ήλιος.
Και πως ο ήλιος αυτός είναι ο μέγας εξουσιοδοτημένος του στερεώματος,
να 'ναι ο πανταχού παρών – σ' όλα τα βάθη του.
Να βρίσκει χιλιάδες φλεβίτσες και να διακλαδίζεται μες στο γρανίτη,
να φορεί στέφανο χρυσό στο κεφαλάκι του βρέφους
που περιμένει το πλήρωμά του στο σκοτάδι της μήτρας,
ν' αναβλύζει απ' τα βάθη των θαλασσών,
να κυκλοφορεί μες στα χρώματα των ζωγράφων
και μες στους στίχους των ποιητών
και μες στα πόδια που χορεύουν
και μες στους ήχους του «αλληλούια».

Κι η σιωπηλή παρουσία σου μ' έμαθε πως σιωπή δεν υπάρχει.
Άκουσα να θροΐζει η ψυχή σου όπως ένας πευκώνας το καλοκαίρι.
Τα δάχτυλά σου μ' αγγίξαν σαν ένα σμήνος πουλιών.
Κι όταν χαμογελάς ακούω μιαν άρπα.
Κι όταν σκέφτεσαι ακούω που σκέφτεσαι.
Κι όταν αγαπάς τα παιδιά που ευλόγησεν ο Ιησούς, πάλι, ακούω.
Κι ακούω το ρόδινο σύννεφο όταν ακουμπάει στο βουνό.
Κι ακούω το στάχυ όταν πίνει μια σταγόνα νερού.
Κι όταν τη νύχτα κοιτάζεις τον ουρανό
ακούω τ' αστέρι που πλέει μες στο βλέμμα σου.

Κι είναι αυτό που ακούω πολύ δυνατότερο
απ' αυτό που γράφω κι απ' αυτό που μπορώ να σου ειπώ.
Όλα είναι γραμμένα. Αρκεί να μπορεί να διαβάζει η καρδιά
τα ψηφία της κτίσεως. Οι στίχοι είναι αντίλαλοι.
Απόψε τελειώσανε όλες οι λέξεις μου.
Ακούω το ποτάμι ζητώντας να ξεκλέψω τα λόγια του.
Αφουγκράζομαι στο άπειρο το χαίρε των κόσμων
που παραπλέουν ο ένας τον άλλο – χαιρετιώνται κι αποχωρίζονται.
Αλλά η γλώσσα του σύμπαντος έχει μια μόνο λέξη.
Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ' αγαπώ. Και γι' αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σα να 'ναι να ειπώ ή να γράψω,
αλλά
σα να 'μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα.

Είσαι εσύ, που με φύσηξες σαν ένας αγέρας απ' τα ανοιχτά του Θεού.
Το νερό σου περίσσεψε κάτω στις ρίζες μου κι έκαμε
ν' ανοίξει η ψυχή μου σαν μια φωτεινή φυλλωσιά,
κι είμ' εγώ που σου ετοίμασα στέγη.
Το Μάρτη σε στεφάνωσα με χελιδόνια.
Κι έκαμα να φυτρώσουνε κάτω στο γύρο του φουστανιού σου αγριολούλουδα,
που κυνηγιούνται σαν φώτα πολύχρωμα όταν χορεύεις
ή όταν ονειρεύεσαι πως χορεύεις και τινάζεσαι ανάλαφρα
σα να ζητάς να πιαστείς απ' το υπέρτατο φως.

Δεν ξέρω τι θα 'πρεπε να σου γράψω, τι να σου ειπώ.
Πρέπει να 'ναι μεγάλος ο κήπος που θα σε περπατήσω.
Κι ευτυχώς που είναι ο κόσμος απέραντος και τον έχουμε όλοι μαζί
και μπορεί να διαλέξει κανείς ό,τι θέλει.
Θα τυλίξω στα δάχτυλά μου τα νήματα του νερού,
θα ξεδιαλέξω το μετάξι του ήλιου απλώνοντάς τον πάνω σε άνθη
αχλαδιάς,
θα βγάλω το μπρισίμι απ' το ζέφυρο,
να σου φτιάξω ένα ένδυμα γάμου.
Απόψε σε παντρεύω με την αιωνιότητα.
Περνώ το χρυσό δαχτυλίδι της ποίησής μου στο δάχτυλό σου.
Περνώ στα μαλλιά σου ένα στέφανο λεμονιάς
που στάζει χαραυγή και δροσιά, που στάζει αγάπη.
Το 'χω κομμένο από την παιδική αστροφεγγιά της καρδιάς μου.
Ο ουρανός μοναχά το' χει αγγίξει. Σ' το πρόσφερα σήμερα.
Περπάτησα όλο το Μάη μ' ανοιγμένα τα χέρια μου.
Η ψυχή μου ξεχείλιζε και τη μάζευα
όπως ξεχειλίζει μια κούπα νερό,
όπως ξεχειλίζει το φως σ' έναν κόρφο ξεκούμπωτο.
Δίπλωσα στην παλέτα μου το ουράνιο τόξο,
ανάλυσα της δύσης το βυσσινί μέσα στη φούχτα μου,
να σε φτιάξω να ταιριάζεις με τη δημιουργία του Θεού.

Κι όχι όπως μοιάζει το ένα αστέρι με το άλλο.
Να ξεχωρίζεις στην παγκόσμια τάξη.
Και πάντοτε να χορεύεις μ' ένα φουστάνι ουρανό,
μ' έναν θύσανο ήλιου ολόγυρα στα μαλλιά σου,
με τα χέρια σου ν' ανεβαίνουν ανάλαφρα, όμοια
με δυο κρίνους που προσφέρονται στην Παναγία την άνοιξη.





«Ο χορός του κορυδαλλού», ποιητική συλλογή «Ο Χρόνος και το Ποτάμι» [1957]










Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Με τα λόγια των ποιητών ~ Ανδρέας Καρακόκκινος


Τυλιγμένη στη βυσσινή σου σάρπα
ταξιδεύεις στην πλώρη της ποίησης
με κόκκινους στίχους στα μάγουλα
και βλέμμα καρφωμένο στις λέξεις.
Οι αναγνώσεις απαλό κυμάτισμα φωνών
σε ταξιδεύουν με τα λόγια των ποιητών
και στη γαλήνη της βραδιάς αντιφεγγίζει
ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη σου.


(συλλογή υπό έκδοση)




Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

Ἕνας μικρότερος κόσμος - Νικηφόρος Βρεττάκος


Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.





Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Ἄς... ~ Μελισσάνθη

 

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
ποῦ ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό...




Impression, Sunrise (FrenchImpression, soleil levant) by Claude Monet 


Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Ὁ ἀγρός τῶν λέξεων ~ Νικηφόρος Βρεττάκος

 

Ὅπως ἡ μέλισσα γύρω ἀπὸ ἕνα ἄγριο
λουλοῦδι, ὅμοια κ᾿ ἐγώ. Τριγυρίζω
διαρκῶς γύρω ἀπ᾿ τὴ λέξη.

Εὐχαριστῶ τὶς μακριὲς σειρὲς
τῶν προγόνων, ποὺ δούλεψαν τὴ φωνή,
τὴν τεμαχίσαν σὲ κρίκους, τὴν κάμαν
νοήματα, τὴ σφυρηλάτησαν ὅπως
τὸ χρυσάφι οἱ μεταλλουργοὶ κ᾿ ἔγινε
Ὅμηροι, Αἰσχύλοι, Εὐαγγέλια
κι ἄλλα κοσμήματα.

Μὲ τὸ νῆμα
τῶν λέξεων, αὐτὸν τὸ χρυσὸ
τοῦ χρυσοῦ, ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὰ βάθη
τῆς καρδιᾶς μου, συνδέομαι· συμμετέχω
στὸν κόσμο.
Σκεφτεῖτε:
Εἶπα καὶ ἔγραψα, «Ἀγαπῶ».




Οι φάροι ~ Κατερίνα Ατσόγλου

  Γέμισα τα χρόνια μου καταστροφές και τα σεντόνια μου αλμύρα. Μούσκεψαν τα μαξιλάρια πίκρα και στα όνειρα ζούσα συμφορές. Τεμαχισμένα κορμι...