Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει. Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι, σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα. Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς. Φανερωμένος μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν, μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τους σὰν ἴσκιους. Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη, θρονὶ μοῦ φάνη μοιραμένο μοῦ ἦταν ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια, σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο. Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖ...
σκόρπιες σκέψεις, αναγνώσεις, ιδέες, αφορισμοί, ανησυχίες... Ποίηση