Τρίτη 29 Απριλίου 2025

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη ~ Αθανασία Δρακοπούλου

Η ειρωνεία, ένα ξεχασμένο στοιχείο στα χέρια των σύγχρονων τεχνητών.

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη, είναι
ένα μέσο στοχαστικής απογύμνωσης της πραγματικότητας
Η ειρωνεία αποτελεί έναν από τους θεμελιώδεις μηχανισμούς της καβαφικής ποιητικής, όχι ως εργαλείο σαρκασμού ή ευθυμίας, αλλά ως μέσο απογύμνωσης των ψευδαισθήσεων του ανθρώπου και της κοινωνίας. Ο Καβάφης υιοθετεί μια λεπταίσθητη, συχνά υπαινικτική ειρωνεία, η οποία φωτίζει την αμφισημία των ανθρώπινων πράξεων, την αδυναμία υπέρβασης της μοίρας και την τραγική αλήθεια που υπολανθάνει πίσω από τους μεγάλους λόγους και τις πράξεις.
«Περιμένοντας τους Βαρβάρους»
Ίσως το πλέον εμβληματικό δείγμα καβαφικής ειρωνείας, το ποίημα περιγράφει μια κοινωνία που έχει εγκαταλείψει κάθε εσωτερική ζωτικότητα και αναμένει παθητικά την έλευση των "βαρβάρων" ως σωτηρία. Η ειρωνεία κορυφώνεται στους τελευταίους στίχους.
«Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
Η αντιστροφή των ρόλων , όπου οι «βάρβαροι» λειτουργούν όχι ως απειλή αλλά ως απαραίτητοι για την ύπαρξη ενός νοήματος, ενσαρκώνει την καβαφική ειρωνεία., μια κοινωνία σε πλήρη παρακμή έχει ανάγκη τον καταστροφέα για να συνεχίσει να υφίσταται. Η ειρωνεία εδώ δεν είναι σαρκαστική, αλλά αποκαλυπτική, μελαγχολική, σχεδόν μεταφυσική.
«Η Πόλις»
Στο ποίημα αυτό η ειρωνεία αποκτά υπαρξιακή χροιά. Ο ήρωας του ποιήματος επιθυμεί να εγκαταλείψει την πόλη, πιστεύοντας ότι αλλού θα βρει μιαν «άλλη πόλη, καλλίτερη». Όμως ο ποιητής αναιρεί τη δυνατότητα της διαφυγής.
«Η πόλις θα σε ακολουθεί [...]
Πάντα στην πόλι θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις »
Η ειρωνεία εδώ δεν προκύπτει από τη γελοιοποίηση του ήρωα, αλλά από τη διάψευση των προσδοκιών του. Η «πόλις» δεν είναι μόνο ο εξωτερικός χώρος, είναι το σύνολο των εσωτερικών αδιεξόδων, των επιλογών, των ενοχών και της μοίρας του υποκειμένου. Η φυγή είναι ψευδαίσθηση, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδράσει από τον εαυτό του.
«Η Σατραπεία»
Η ειρωνεία σε αυτό το ποίημα λειτουργεί περισσότερο υπαινικτικά και υπονομευτικά. Φαινομενικά, πρόκειται για έναν ύμνο στην ηθική υπεροχή ενός προσώπου που αρνείται τις ηδονές και τις εξουσίες της ζωής, προκειμένου να διαφυλάξει την ελευθερία του. Όμως ο Καβάφης, με εξαιρετική δεξιοτεχνία, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτός ο ηθικός ηρωισμός να μην είναι τίποτε άλλο από μια εκλογίκευση της αποτυχίας.
«Μήπως και ήσαν άλλως άξιοι - τι ζωή κι αυτή -
το δύσκολο, το σπάνιο εκείνο ν’ αρνηθείς,
της σατραπείας τα ψεύτικα μεγαλεία.»
Η λέξη «ψεύτικα» λειτουργεί εδώ διττά., είτε ως επιβεβαίωση της ματαιότητας των σατραπειών είτε ως εσωτερική παρηγορία αυτού που δεν τις απέκτησε ποτέ. Η ειρωνεία του Καβάφη δεν διαψεύδει την ηθική αξία της άρνησης, θέτει όμως ερωτήματα για τα κίνητρά της.
Στην ουσία , δεν είναι εργαλείο προσβολής ή επίδειξης ευφυΐας. Είναι ένα φιλοσοφικό βλέμμα πάνω στον άνθρωπο, ένα μέσο ενδοσκόπησης και στοχαστικής αμφιβολίας. Στην καβαφική ειρωνεία διακρίνεται ο πόνος της επίγνωσης, η αβεβαιότητα των κινήτρων και η τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας.






Τρίτη 22 Απριλίου 2025

I died for Beauty - but was scarce [RW 448] ~ Emily Dickinson

 

I died for Beauty - but was scarce
Adjusted in the Tomb
When One who died for Truth, was lain
In an adjoining Room -

He questioned softly "Why I failed"?
"For Beauty", I replied -
"And I - for Truth - Themself are One -
We Brethren are",  He said -

And so, as Kinsmen, met a Night —
We talked between the Rooms -
Until the Moss had reached our lips -
And covered up  - Our names -





Το Τάμα ~ Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 


Το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης το φέρνανε στην αυλή. Ήταν αρκετά μεγάλη, χωμάτινη, φυτεμένη με τα βολβοειδή της άνοιξης. Κατάλευκο, με μια κόκκινη κορδέλα στον λαιμό – ο βρόγχος του εθίμου – όπως έλεγαν οι κτήτορες της τελετής. Το δένανε στη μουριά κι αυτό στάλιαζε έντρομο λίγες ώρες πριν το λεπίδι. Το δέντρο φυτεύτηκε στα χρόνια του πρώτου πολέμου του αιώνα για να κρατά σκιές στις αμαρτίες των άδικων θανάτων. Το κτήμα γεμάτο λεμονόδεντρα, αγριαχλαδιές, αρκετές τζιτζιφιές, μια καρυδιά δίπλα στο πηγάδι και τέσσερα κυπαρίσσια στις άκριες του χωραφιού, πανύψηλα να ορίζουν την ιδιοκτησία των απογόνων του ήρωα Οδυσσέα Ανδρούτσου στη λουτρόπολη της Αιδηψού. Η μουριά μαύριζε με τους καρπούς της τον κήπο με τις λίθινες γούρνες, φυτεμένες γεράνια, ορτανσίες, γαρδένιες, και τη μοναχική μανόλια που συντρόφευε την αυλόπορτα. Τη μοναδική χρονιά που δεν φύλαξε η μουριά αρνί, ήταν εκείνη που στον κήπο, Μεγάλη Παρασκευή, στα πάτερα που ετοίμαζαν τα σφάγια του Πάσχα, ακούμπησαν τα φέρετρα των τριών από τα επτά παιδιά της οικογένειας που χτύπησε ο δυναμίτης.

Νιώθαμε όλο το βράδυ ότι προσπαθούσε να δραπετεύσει, να ελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό με την αφιλόξενη μουριά. Ο εκδορέας, με το τσιγκελωτό μουστάκι, το καρό πουκάμισο και το μάλλινο παντελόνι μέσα στις γαλότσες, έφτανε άλλοτε τις πρώτες ώρες της Μεγάλης Πέμπτης κι άλλοτε το μεσημέρι, ανάλογα με τη δουλειά που είχε στο χωριό. Δεν ήταν ο μόνος που έσφαζε, αλλά ήταν ο πιο προσεκτικός. Ήταν ο μόνος, που όταν τακτοποιούσε το αρνί δεν ήθελε να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος. Στο τέλος της ημέρας ήταν και δεν ήταν στα κανονικά του, καθώς σε κάθε επίσκεψη όλο και κάτι έπινε. Όχι για να ξεχάσει τον θάνατο που σκόρπαγε, αλλά για να τιμήσει το έθιμο, για να τιμήσει το τάμα. Το βράδυ της Ανάστασης, ντυμένος με μαύρο κουστούμι, λευκό καλοσιδερωμένο πουκάμισο και μπλε γραβάτα, αμίλητος συνόδευε τις κόρες και τη γυναίκα του – που ήταν και η ομορφότερη του χωριού – στην εκκλησία. Αρκετά σοβαρός, στεκόταν κάτω από τον πλάτανο της κεντρικής πλατείας και ήταν ο τελευταίος που έπαιρνε αντίδωρο από το χέρι του παπα-Ηλία, στην εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι κινήσεις του τυποποιημένες και αρκετά δωρικές. Έκανε έναν φαρδύ σταυρό στο περβάζι της εισόδου με το κερί της Ανάστασης, καθόταν στο τραπέζι, έπινε μερικά ποτήρια κρασί, που συχνά βουτούσε το ψωμί – που ο ίδιος ζύμωνε – και μετά πήγαινε για ύπνο.

Νήστευε όλη τη Σαρακοστή τα πάντα. Το φαγητό του ήταν λιτό: ψωμί, ελιές, ντομάτα, λάδι, σκόρδα και κρεμμύδια χλωρά από το μποστάνι του. Ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα, ξυπνούσε νωρίς και έφευγε με ένα σακίδιο στην πλάτη για το προσκύνημά του. Ανέβαινε τη ράχη ολομόναχος, έφτανε την ώρα που χάραζε, ενώ η Αιδηψός ήταν πνιγμένη στον καπνό από τις κληματόβεργες. Το εκκλησάκι, από τότε που κρέμασαν στη μουριά τον πατέρα του, έστεκε βιγλάτορας στη δική του μνήμη. Ανήμερα του Πάσχα, ξεψύχησε σαν σφαχτάρι. Εκείνος ήταν τριάντα χρονών κι αυτός μόλις έξι μηνών. Μεγάλωσε ορφανός, έμαθε την τέχνη του επιπλοποιού, σκάλιζε το ξύλο με μαεστρία. Τα σκαρπέλα και τα κοπίδια του πάντα τροχισμένα και με τις οδηγίες του δημιουργούσαν αριστουργήματα. Εξαπτέρυγα σε τέμπλα, λέοντες στη βάση επισκοπικών θρόνων, αγγέλους που κρατούσαν καντήλες. Όπως έλεγαν, κελαηδούσαν οι καρυδιές στα χέρια του. Τη Μεγάλη Εβδομάδα τιμούσε τον θυμό του, γύρναγε στις αυλές του χωριού και δώριζε τον θάνατο στα ζωντανά που την Κυριακή του Πάσχα γύριζαν στις σούβλες. Έστρωνε κάτω από τη μουριά ένα μάλλινο υφαντό, το στόλιζε με μια καράφα κρασί, ένα καρβέλι ψωμί, μια φέτα τυρί, μερικά κομμάτια χορτόπιτα και δύο αυγά κόκκινα. Ένα για αυτόν κι ένα για τον πατέρα του. Ο ουρανός γεμάτος αερόστατα που άφηναν οι νέοι του χωριού, κι αυτός εκεί ψηλά, κοντά στον ήρωα της οικογένειας, άδειαζε την καραμπίνα του αρκετές φορές στον αέρα. Αργά το βράδυ κατηφόριζε για το τσαρδάκι του, έχοντας εκτελέσει ακόμη μια φορά το τάμα του.





Δευτέρα 21 Απριλίου 2025

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Βουβή Εβδομάς (ή Ο Χρόνος με Ποδήλατο και Κρόταλα) ~ Αθανασία Δρακοπούλου


Τη Δευτέρα,
ένας Άγιος με φτερά από μουσαμά,
περπάτησε στην Κατεχάκη
κρατώντας ένα ροδάκινο και μια σάλπιγγα.
Δεν μίλησε σε κανέναν
- ήταν η Βουβή Εβδομάδα.
Την Τρίτη,
οι γυναίκες βάφτηκαν με κάρβουνο
και ξάπλωσαν στις ταράτσες,
διαβάζοντας οπισθοδρομικά τα Εγκώμια.
Το βράδυ, έβρεξε πρόχειρες σκέψεις.
Την Τετάρτη,
ο Ιούδας έκανε delivery
και τον πλήρωσαν σε λέξεις.
Την Πέμπτη,
τα περιστέρια γύρισαν από προσκύνημα
με ραγισμένους ανθρώπους
δεμένους στα φτερά τους.
Ο κόσμος κοιμήθηκε με παπούτσια.
Την Παρασκευή
μια μαυροφορεμένη σάλπιγγα
έπαιξε μπλουζ στον σταθμό Λαρίσης.
Κανείς δεν κατέβηκε.
Το Σάββατο
οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν λευκές.
Μόνο στη σελίδα (7)
έγραφε:
“Ανάστα, αλλά χωρίς φωνή.”
Την Κυριακή
Την επόμενη εβδομάδα
βάλθηκα ν’ αιμορραγώ, στο παρτέρι
με τις δίχρωμες βιολέτες.







* Φωτογραφία διαδικτύου.

Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη ~ Αθανασία Δρακοπούλου

Η ειρωνεία, ένα ξεχασμένο στοιχείο στα χέρια των σύγχρονων τεχνητών. Η ειρωνεία στην ποίηση του Καβάφη, είναι ένα μέσο στοχαστικής απογύμνωσ...